Ομιλία στο 11ο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο,
Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία – Αρχαία Ολυμπία
Κάποιοι από εσάς μπορεί να σκέφτεστε ότι η ένταση και το πάθος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αθλητισμού. Άλλωστε, ποιος δεν έχει φωνάξει «διαιτητή, πόσα πήρες;» όταν η ομάδα του χάνει; Αλλά όταν το «φώναξε» γίνει «χτύπησε», τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Όταν μιλάμε για βία στον αθλητισμό, δεν αναφερόμαστε μόνο στις σωματικές επιθέσεις μεταξύ αθλητών ή φιλάθλων, αλλά και σε λεκτική βία, εκφοβισμό και άλλες επιθετικές συμπεριφορές που διαταράσσουν το αθλητικό ιδεώδες. Το πάθος και η ένταση είναι φυσικά στοιχεία που συνοδεύουν τις αθλητικές αναμετρήσεις, όμως, σε πολλές περιπτώσεις, αυτά τα συναισθήματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο, οδηγώντας σε βίαιες εκρήξεις. Το αποτέλεσμα – και αυτό πρέπει να βρίσκεται πάντα στην σκέψη μας – είναι η υποβάθμιση της αξίας του αθλητισμού ως ψυχαγωγίας, ευγενούς άμιλλας και συλλογικής εμπειρίας.
Η αθλητική βία έχει πολλαπλές επιπτώσεις, επηρεάζοντας όχι μόνο τους αθλητές αλλά και τους θεατές, τους διοργανωτές, καθώς και ολόκληρη την κοινωνία. Όταν η βία τείνει αναπόσπαστο μέρος των αθλητικών δραστηριοτήτων, δεν βρίσκονται σε κίνδυνο μόνο η ασφάλεια των συμμετεχόντων και των παρευρισκομένων, αλλά και η εμπιστοσύνη του κοινού στο αθλητικό πνεύμα. Οι έντονες αντιπαραθέσεις που ξεσπούν ανάμεσα σε ομάδες, οδηγούν σε εκτεταμένες κοινωνικές εντάσεις, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν τα αρνητικά στερεότυπα για τον αθλητισμό ως πεδίο σύγκρουσης και όχι συνύπαρξης.
Η επιστημονική έρευνα για τις αιτίες της αθλητικής βίας απασχολείται όχι μόνο με ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και με βιολογικούς και οικονομικούς, που συμβάλλουν στη δημιουργία και τη συντήρηση του φαινομένου. Κρατώντας ζεστή τη συζήτηση γύρω από όλους αυτούς τους παράγοντες, όπως στο φιλόξενο συνέδριό σας, μπορούμε να συμβάλλουμε με ουσιαστικές προτάσεις για την πρόληψη και τη αντιμετώπιση της βίας.
Ιστορική Προσέγγιση
Η αθλητική βία δεν είναι ασφαλώς αποκλειστική των σύγχρονων κοινωνιών. Αντιθέτως, έχει τις ρίζες της βαθιά στην ιστορία του ανθρώπου και της αθλητικής δραστηριότητας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η βία συνδέεται με τις αθλητικές εκδηλώσεις, είτε ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, είτε ως αναπόσπαστο στοιχείο της αθλητικής εμπειρίας.
Στους αρχαίους πολιτισμούς, η βία στον αθλητισμό είχε συχνά κεντρικό ρόλο. Εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς εδώ τους Ρωμαϊκούς αγώνες μονομάχων σε αμφιθέατρα, όπως το Κολοσσαίο, που ήταν κυριολεκτικά μάχες μέχρι θανάτου, με τους μονομάχους να αγωνίζονται σε αιματηρές αναμετρήσεις για την ψυχαγωγία του κοινού. Η βία αποτελούσε όχι μόνο κομμάτι του θεάματος, αλλά και μέσο κοινωνικής επιβολής της άρχουσας τάξης. Παρόλο που αυτές οι πρακτικές θεωρούνται βάρβαρες με τα σύγχρονα πρότυπα, δείχνουν πως μία ποσότητα βίας απολάμβανε πολιτισμικής νομιμοποίησης, διαφορετικού εύρους σε διαφορετικές εποχές και κοινωνίες.
Ακόμη και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, λίγα μέτρα από εδώ που βρισκόμαστε, η βία δεν απουσίαζε. Αγωνίσματα όπως η πάλη και το παγκράτιο περιλάμβαναν σκληρή σωματική επαφή, με στόχο την επιβολή του ενός αθλητή στον άλλον. Η κοινωνική αποδοχή αυτής της βίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην αντίληψη ότι το σώμα και το πνεύμα των αθλητών έπρεπε να είναι ισχυρά και ανθεκτικά, ενώ ο ανταγωνισμός, ακόμη και βάναυσος, ήταν ταυτόσημος με έναν θετικό τρόπο ανάδειξης της ανδρείας και του ηρωισμού.
Στη σύγχρονη εποχή, ο αθλητισμός έχει απομακρυνθεί από τις αιματηρές εκδηλώσεις του παρελθόντος, ειδικά με την καθιέρωση κανόνων και κανονισμών που στόχευαν στην προστασία της σωματικής ακεραιότητας των αθλητών. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως σε αρκετά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, το ράγκμπι ή τις πολεμικές τέχνες, η βία παραμένει εμφανής, είτε με τη μορφή σκληρών μονομαχιών εντός του αγωνιστικού χώρου, είτε δυστυχώς με τη μορφή επιθετικών συμπεριφορών από τους φιλάθλους εκτός αυτού.
Καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, η σχέση μας με την αθλητική βία αλλάζει μεν, αλλά οι αθλητικές εκδηλώσεις δεν ήταν ποτέ πλήρως αποκομμένες από την ένταση, τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση. Σήμερα, η αθλητική βία υπερβαίνει τα όρια του αγωνιστικού χώρου και λειτουργεί ως μέσο έκφρασης ευρύτερων κοινωνικών διαφορών και πολιτικών εντάσεων.
Εξάλλου η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά σε βία μεταξύ φιλάθλων προέρχεται από την Αρχαία Ρώμη, γύρω στον 1ο αιώνα μ.Χ., κατά τη διάρκεια των αρματοδρομιών στο Circus Maximus. Οι αρματοδρομίες ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς αγώνες, με τους θεατές να διαιρούνται σε τέσσερις κύριες φατρίες, που διακρίνονταν από τα χρώματά τους: Πράσινοι, Μπλε, Κόκκινοι και Λευκοί. Οι οπαδοί έδειχναν έντονη αφοσίωση στην φατρία τους και, όχι σπάνια, οι αγώνες κατέληγαν σε μαζικές συγκρούσεις μεταξύ των υποστηρικτών των αντίπαλων ομάδων. Μια από τις πιο γνωστές βίαιες συγκρούσεις είναι η Στάση του Νίκα το 532 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι Πράσινοι και οι Μπλε εξεγέρθηκαν και οι συγκρούσεις με την αυτοκρατορική φρουρά κατέληξαν σε χιλιάδες νεκρούς.
Οι αγώνες, ιστορικά, ήταν πάντα κάτι πολύ περισσότερο από αθλητικές διοργανώσεις· ήταν συνυφασμένοι με τις πολιτικές εξελίξεις και τη δημόσια ζωή. Στην περίπτωση της Στάσης του Νίκα, για παράδειγμα, οι πολιτικές εντάσεις μεταξύ των φατριών μετατράπηκαν σε μια αιματηρή εξέγερση που προκάλεσε την καταστροφή μεγάλου μέρους της Κωνσταντινούπολης και όπως προανέφερα χιλιάδες θανάτους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η βία δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα της αγωνιστικής έντασης, αλλά επηρεαζόταν από κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές που εκφράζονταν μέσω της υποστήριξης προς τις διαφορετικές αθλητικές ομάδες.
Με την εμφάνιση των σύγχρονων αθλημάτων τον 19ο αιώνα, και ειδικότερα του ποδοσφαίρου στην Αγγλία, η βία μεταξύ των φιλάθλων άρχισε να γίνεται πιο συχνό φαινόμενο.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η μαζική προσέλευση στα γήπεδα δημιούργησε νέες δυναμικές. Το ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα στη Βρετανία, έγινε γνωστό για τις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των υποστηρικτών των αντιπάλων ομάδων. Αυτές οι συγκρούσεις, όπως και στο παράδειγμα από το Βυζάντιο, συχνά σχετίζονταν με κοινωνικές εντάσεις, όπως ταξικές διαφορές, αλλά και με την έντονη τοπικιστική ταυτότητα που συνδεόταν με κάθε ομάδα. Οι βίαιες συμπλοκές, ή αλλιώς ο “χουλιγκανισμός”, έγιναν ένα διαδεδομένο φαινόμενο, το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις.
Στη χώρα μας, κυρίως το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, έχουν στιγματιστεί από σοβαρά επεισόδια βίας μεταξύ φιλάθλων, που συχνά συνοδεύονται από εγκληματικές συμπεριφορές, όπως οι ξυλοδαρμοί, οι καταστροφές περιουσιών, ακόμη και θάνατοι.
Δολοφονία του Μιχάλη Φιλόπουλου (2007)
Ένα από τα πιο σοκαριστικά περιστατικά αθλητικής βίας στην Ελλάδα, έλαβε χώρα στο πλαίσιο αγώνα βόλεϊ γυναικών, αποδεικνύοντας ότι η βία ξεπερνάει τα όρια των μεγάλων ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αναμετρήσεων και διαπερνάει και άλλες αθλητικές διοργανώσεις. Η δολοφονία του Μιχάλη Φιλόπουλου, ενός 22χρονου οπαδού του Παναθηναϊκού, σε συμπλοκή με οπαδούς του Ολυμπιακού το 2007, προκάλεσε πανελλήνια κατακραυγή και οδήγησε σε αναθεώρηση των μέτρων ασφαλείας στα γήπεδα, χωρίς ωστόσο να επιφέρει τη ριζική αλλαγή που χρειαζόταν.
Δολοφονία του Κώστα Κατσούλη (2014)
Το 2014, η βία στον αθλητισμό πήρε ξανά τραγικές διαστάσεις με τον θάνατο του Κώστα Κατσούλη, οπαδού του Εθνικού Πειραιώς, κατά τη διάρκεια αγώνα ποδοσφαίρου με τον Ηρόδοτο στην Κρήτη. Ο Κατσούλης υπέστη σοβαρά τραύματα σε επίθεση που δέχτηκε από φιλάθλους της αντίπαλης ομάδας και απεβίωσε λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε ακόμα μία τραγική υπενθύμιση του πόσο εύκολα η αθλητική βία μπορεί να καταλήξει σε ανθρώπινες απώλειες και ανέδειξε την αδυναμία των αρχών να περιορίσουν την επιθετικότητα στις μικρότερες αθλητικές διοργανώσεις.
Δολοφονία του Άλκη Καμπανού (2022)
Το 2022, η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε από τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, οπαδού του Άρη που ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από οπαδούς του ΠΑΟΚ, σε επίθεση με ξεκάθαρα οπαδικά κίνητρα, ένα περιστατικό που προκάλεσε εθνικό σοκ και μαζική αντίδραση. Η δολοφονία αυτή ανέδειξε για άλλη μια φορά τις βαθιές ρίζες του φανατισμού και στη δική μας κοινωνία και έφερε στην επιφάνεια το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης δράσης των χούλιγκαν. Μετά από αυτό το συμβάν, οι αρχές υποσχέθηκαν αυστηρότερα μέτρα για την πάταξη της βίας, αλλά η αμφιβολία για την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων παρέμεινε.
Ο φανατισμός που διέπει πολλές αθλητικές ομάδες συνδέεται στενά με την κοινωνική ταυτότητα και τον πολιτισμό μίας χώρας, ενώ οι οργανωμένοι σύνδεσμοι φιλάθλων συχνά λειτουργούν ως ανεξέλεγκτες δυνάμεις που προωθούν τη βία αντί να την περιορίζουν. Η οικονομική και πολιτική κρίση στην Ελλάδα από το 2010 και μετά συνέβαλε επίσης στην αύξηση της έντασης και της απογοήτευσης, που εκφράζονται και στα γήπεδα. Επιπλέον, η μακροχρόνια αδυναμία των ελληνικών αρχών να εφαρμόσουν αυστηρά και σταθερά μέτρα καταστολής της βίας, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα των αθλητικών θεσμών, έχει επιτρέψει στο φαινόμενο αυτό να εξελιχθεί σε σταθερό πρόβλημα με σποραδικές αναζοπυρώσεις.
Μετά από κάθε σοβαρό περιστατικό, οι ελληνικές αρχές ανακοινώνουν αυστηρά μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας, όπως την αύξηση των ελέγχων στα γήπεδα, τη διάλυση οργανωμένων συνδέσμων φιλάθλων και τη λήψη αυστηρότερων ποινών. Παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή αυτών των μέτρων αποδεικνύεται ανεπαρκής.
Μόλις πέρυσι το καλοκαίρι (2023) σημειώθηκε νέα έξαρση με την έλευση οργανωμένων οπαδών της Ντιναμό Ζάγκρεμπ στην Αθήνα για τον αγώνα με την ΑΕΚ. Σε αυτό το επεισόδιο, που συνέβη έξω από το γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, σημειώθηκε εκτεταμένη βία, που οδήγησε στον τραγικό θάνατο ενός φιλάθλου της ΑΕΚ, και ανέδειξε την αδυναμία τα σοβαρά ελλείμματα στη συντονισμένη αστυνόμευση και την προληπτική δράση.
Οι ψυχολογικοί παράγοντες
Οι ψυχολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην κατανόηση της αθλητικής βίας, καθώς σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο που τα άτομα αντιλαμβάνονται και βιώνουν την αθλητική δραστηριότητα και τον ανταγωνισμό. Η ένταση, η αφοσίωση και τα έντονα συναισθήματα που δημιουργούνται στους αγωνιστικούς χώρους ή στις κερκίδες μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε βίαιες συμπεριφορές, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
1. Ανταγωνιστικότητα και Επιθετικότητα
Όπως ανέφερα πριν, η αθλητική βία πηγάζει από την έντονη ανταγωνιστικότητα που χαρακτηρίζει τους αθλητικούς αγώνες. Στον πυρήνα του αθλητισμού βρίσκεται η σύγκρουση δύο ή περισσότερων αντιπάλων με στόχο τη νίκη, γεγονός που μπορεί να πυροδοτήσει επιθετικές συμπεριφορές. Η επιθετικότητα είναι, έτσι κι αλλιώς, ένα φυσικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που εν προκειμένω ενισχύεται στο ανταγωνιστικό πλαίσιο, ιδιαίτερα όταν οι αθλητές ή οι φίλαθλοι νιώθουν ότι διακυβεύεται η αξία τους ή η ατομική τους ταυτότητα (Maxwell & Moores, 2007). Η απογοήτευση από την πιθανή ήττα μπορεί να εντείνει την τάση προς την επιθετικότητα, καθώς οι αθλητές και οι οπαδοί αντιδρούν στις αντιξοότητες με ακραία συναισθηματική ένταση.
2. Κοινωνική Ταυτότητα και Ομαδική Συμπεριφορά
Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας (Tajfel & Turner, 1979) προσφέρει μια ιδιαίτερα χρήσιμη προοπτική για την κατανόηση της αθλητικής βίας. Οι αθλητικοί αγώνες δημιουργούν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των οπαδών και της ομάδας που υποστηρίζουν, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται μια έντονη, κοινή, κοινωνική ταυτότητα. Αυτή η ταυτότητα ενισχύει την αίσθηση του “εμείς εναντίον των άλλων” – οι οπαδοί ταυτίζονται σε υπερβολικό βαθμό με την ομάδα τους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι οι νίκες και οι ήττες της ομάδας τους αντανακλούν άμεσα στη δική τους αξία. Αυτή η ταύτιση ενισχύεται μέσα από τις ομαδικές διαδικασίες, όπου οι φιλάθλοι υιοθετούν συλλογικές επιθετικές συμπεριφορές έναντι των αντιπάλων.
Όταν μια ομάδα αισθάνεται ότι απειλείται από την αντίπαλη ή τους φιλάθλους της, η πιθανότητα βίας αυξάνεται. Οι οπαδοί μπορεί να προσπαθήσουν να υπερασπιστούν την τιμή και την υπεροχή της ομάδας τους και σε αυτήν την περίπτωση, η βία γίνεται μέσο ενίσχυσης και ανατροφοδότησης της κοινωνικής ταυτότητας και της ομαδικής υπεροχής.
3. Αποδιοπομπαίος Τράγος και Μετατόπιση Ευθύνης
Η απογοήτευση και ο θυμός που προκύπτουν από την ήττα ή την κακή απόδοση της ομάδας οδηγούν σε μια ψυχολογική κατάσταση που οι ειδικοί ονομάζουμε ως μετατόπιση επιθετικότητας. Σύμφωνα με αυτή την επιστημονική θεωρία, οι φίλαθλοι ή οι αθλητές που νιώθουν απογοητευμένοι δεν εκδηλώνουν πάντα την επιθετικότητά τους απέναντι στην πρωταρχική πηγή της απογοήτευσης (π.χ., διαιτητές, αντίπαλοι παίκτες), αλλά μπορεί να τη μετατοπίσουν προς άλλους στόχους, όπως οι αντίπαλοι φίλαθλοι ή ακόμη και μέλη-φίλαθλοι της δικής τους ομάδας (Berkowitz, 1993).
Αυτή η μετατόπιση ενισχύεται από την τάση που έχουμε οι άνθρωποι να μετατρέπουμε άλλους σε αποδιοπομπαίους τράγους εν μέσω καταστάσεων υψηλής συναισθηματικής έντασης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αθλητική βία δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του αγωνιστικού ανταγωνισμού, αλλά και μιας ψυχολογικής ανάγκης να εκτονωθεί η απογοήτευση μέσω επιθετικής συμπεριφοράς.
4. Μίμηση και Επιρροή Προτύπων
Η βία στον αθλητισμό είναι επίσης αποτέλεσμα κοινωνικής μάθησης, γιατί οι αθλητές και πολύ περισσότερο οι οπαδοί συχνά μιμούνται επιθετικές συμπεριφορές που προβάλλονται και νομιμοποιούνται στον αγωνιστικό χώρο (Bandura, 1977). Όταν όμως οι αθλητές εκφράζουν βία προς τους αντιπάλους τους και δεν τιμωρούνται για αυτήν, οι οπαδοί μπορεί να αντιληφθούν αυτές τις συμπεριφορές ως αποδεκτές ή και επιθυμητές. Οι αθλητές ως πρότυπα ασκούν τεράστια επίδραση στη συμπεριφορά των οπαδών, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιών, που εύκολα αντιγράφουν τη στάση και τη συμπεριφορά των αγαπημένων τους παικτών.
Αυτό το φαινόμενο ενισχύεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που ενίοτε προβάλλουν τις βίαιες συμπεριφορές ως μέρος του θεάματος, επειδή αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνονται αυτές οι αναφορές στην αθλητική ειδησεογραφία. Η βία στον αθλητισμό γίνεται με αυτό τον τρόπο μέρος του πολιτισμικού περιβάλλοντος και μπορεί να ενθαρρύνει ορισμένους φιλάθλους να συμμετέχουν σε αντίστοιχες πράξεις επιθετικότητας.
5. Καταστάσεις Συγκέντρωσης Μαζών και Αποπροσωποποίηση
Σε περιπτώσεις όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός ατόμων, όπως στα γήπεδα, η θεωρία της αποπροσωποποίησης (deindividuation) εξηγεί περαιτέρω την κλιμάκωση της βίας. Η αίσθηση της ευθύνης του καθενός ξεχωριστά μειώνεται μέσα σε ένα πλήθος, γιατί τα άτομα θεωρούν ότι οι πράξεις τους δεν θα έχουν προσωπικές συνέπειες. Αυτή η διαδικασία ευοδώνει πιο ακραίες και βίαιες συμπεριφορές, καθώς οι φίλαθλοι αισθάνονται ότι μπορούν να δράσουν χωρίς επιπτώσεις ή έλεγχο. Είναι λοιπόν και αυτή η “ανωνυμία” μέσα στο πλήθος που μειώνει περαιτέρω την αυτοσυγκράτηση και την ηθική κρίση, αυξάνοντας τον κίνδυνο βίαιων εκδηλώσεων (Zimbardo, 1969).
Σε αυτή τη συζήτηση για το ρόλο του ατόμου, πίσω από τη βία, δεν πρέπει επίσης να υποεκτιμούνται και οι φυσικές αντιδράσεις του σώματος και του εγκεφάλου σε συνθήκες στρες και ανταγωνισμού.
Η τεστοστερόνη, ορμόνη που σχετίζεται με την επιθετικότητα, γνωρίζουμε ότι ενισχύει την ανταγωνιστική διάθεση και την τάση για βίαιες συμπεριφορές, ειδικά σε αθλητικά περιβάλλοντα υψηλής έντασης. Έρευνες δείχνουν ότι υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης συνδέονται με αυξημένες επιθετικές αντιδράσεις (Archer, 1991).
Επιπλέον, ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, όπως η αμυγδαλή, που σχετίζονται με τη διαχείριση των συναισθημάτων, παίζουν ρόλο στον έλεγχο της επιθετικότητας. Και διαταραχές σε αυτές τις λειτουργίες, όπως για παράδειγμα στο χρόνιο άγχος, μπορεί να αυξήσουν τις πιθανότητες εκδήλωσης βίας (Raine, 2008). Ορισμένα γενετικά χαρακτηριστικά είναι δυνατόν να επηρεάζουν πρόσθετα την προδιάθεση ενός ανθρώπου προς πιο επιθετική συμπεριφορά, συμβάλλοντας στην εκδήλωση βίας.
Αλλά η συμπεριφορά φιλάθλων και αθλητών δεν διαμορφώνεται μόνο από ατομικούς παράγοντες, αλλά όπως επισήμανα νωρίτερα και από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και τις πολιτισμικές επιρροές. Η βία στον αθλητισμό δεν πρέπει να λαμβάνεται ως ένα απομονωμένο φαινόμενο, γιατί αντανακλά τις κοινωνικές εντάσεις, τις πολιτισμικές αξίες και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας στην οποία εκδηλώνεται.
Η σύγχρονη κοινωνία δίνει τεράστια έμφαση στην επιτυχία και τη νίκη, με τον αθλητισμό να ενσαρκώνει αυτή την επιταγή. Ορισμένοι αθλητές, προπονητές και φίλαθλοι υιοθετούν μια νοοτροπία “νίκης με κάθε κόστος”, όπου η τελική επικράτηση ανάγεται ως ο απόλυτος στόχος, συχνά με εκπτώσεις στην ηθική διάσταση του αθλητισμού. Αυτό ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό και τη βία, ιδιαίτερα όταν οι ομάδες ή οι φίλαθλοι νιώθουν ότι η ήττα υπονομεύει την αξία ή το κοινωνικό τους στάτους (Smith, 2003).
Σε κάποιες περιπτώσεις, η βία στον αθλητισμό είναι έκφραση κοινωνικής ανισότητας και περιθωριοποίησης. Οι κοινωνικές ομάδες που βιώνουν οικονομική ανασφάλεια ή κοινωνική αδικία βρίσκουν στον αθλητισμό μια διέξοδο για να εκδηλώσουν την απογοήτευσή τους, μετατρέποντας τα γήπεδα σε πεδία έκρφρασης ή εκτόνωσης της εσωτερικής έντασης. Οι οπαδικές συγκρούσεις αποτελούν σε αυτή την περίπτωση συμβολικές μάχες για κοινωνική και πολιτική κυριαρχία, κάτι που παρατηρείται σε περιόδους με έντονη οικονομική ανισότητα ή πολιτικές διαμάχες (Coakley, 2001).
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμβάλλουν, όπως προανέφερα, στην ενίσχυση της αθλητικής βίας, προβάλλοντας τη σύγκρουση με άρθρα clickbait ή στην τηλεόραση. Βίαια επεισόδια εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων παρουσιάζονται κάποιες φορές με υπερβολικό και πολύ δραματικό τρόπο, ενθαρρύνοντας την κανονικοποίηση της βίας ως μέρος του αθλητικού θεάματος. Αυτή η υπερπροβολή είναι δυνατόν να ενισχύει παραδόξως την επιθυμία των φιλάθλων να εμπλέκονται σε βίαιες συμπεριφορές, εφόσον αυτές θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της συνολικής αθλητικής εμπειρίας (Wann, 2006).
Σας έλεγα νωρίτερα ότι η ταύτιση με την τοπική ομάδα και η έντονη αφοσίωση σε αυτήν καλλιεργούν ισχυρά συναισθήματα ανήκειν και κοινότητας. Ωστόσο, αυτός ο τοπικισμός προάγει και τη σύγκρουση με άλλες κοινότητες, ιδίως όταν οι αντίπαλοι θεωρούνται απειλή για την κοινωνική υπεροχή μίας ομάδας. Οι φίλαθλοι αντιλαμβάνονται τους αγώνες ως πεδίο σύγκρουσης τοπικών και εθνικών ταυτοτήτων, γεγονός που ενισχύει τις βίαιες αντιπαραθέσεις (Giulianotti, 2005).
Ένας σημαντικός κοινωνικός παράγοντας που επηρεάζει τη βία στον αθλητισμό είναι ασφαλώς η κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών, ειδικά στους αθλητικούς χώρους. Το αλκοόλ μειώνει τις αναστολές και εντείνει την επιθετικότητα, κάνοντας τους φιλάθλους πιο επιρρεπείς σε βίαιες συμπεριφορές. Σε πολλές περιπτώσεις βίας, οι εμπλεκόμενοι βρίσκονταν υπό την επήρεια αλκοόλ, γεγονός που αποδεικνύει τον ρόλο των ουσιών στην κλιμάκωση των επεισοδίων.
Οικονομικοί και Θεσμικοί Παράγοντες της Αθλητικής Βίας
Σε αυτή τη βία συμβάλλουν όμως και οικονομικοί και θεσμικοί παράγοντες, που συνδέονται με τη δομή και την οργάνωση του αθλητισμού, τη διαχείριση των φιλάθλων και τα κίνητρα των αθλητικών συλλόγων.
1. Εμπορευματοποίηση και Επαγγελματισμός
Η έντονη εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, ιδιαίτερα στα δημοφιλή αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο, συντηρεί την κουλτούρα υπερβολικής πίεσης για τη νίκη. Οι αθλητικοί σύλλογοι αντιμετωπίζουν τον αθλητισμό ως πηγή εσόδων, και οι επενδύσεις σε ακριβούς αθλητές και μεγάλα συμβόλαια αυξάνουν την πίεση για αγωνιστική επιτυχία. Αναπόφευκτα η πίεση διαχέεται και στους φιλάθλους, που νιώθουν ότι η οικονομική δύναμη της ομάδας τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αξία τους, ενισχύοντας τη βία σε περιπτώσεις αποτυχίας (Coakley, 2001). Αλλά και η ανάγκη για κερδοφορία από διαφημίσεις και εισιτήρια, ενίοτε ενισχύουν τη βία, καθώς οι διοργανωτές μπορεί να κλείνουν λίγο τα μάτια σε συμπεριφορές που εντείνουν το φανατισμό, ώστε να μη ζημιώνεται η προσέλευση και το ενδιαφέρον για το άθλημα.
2. Επιρροή των Οργανωμένων Συνδέσμων Φιλάθλων
Οι οργανωμένοι σύνδεσμοι φιλάθλων διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο φαινόμενο. Αν και οι περισσότεροι λειτουργούν με θετική προσέγγιση, σε κάποιες περιπτώσεις οι σύνδεσμοι έχουν εξελιχθεί σε ανεξέλεγκτες οντότητες που προωθούν τη βία και τον φανατισμό. Οι αθλητικοί σύλλογοι, συχνά, είτε συνεργάζονται με τους συνδέσμους για οικονομικά οφέλη είτε δεν ασκούν επαρκή έλεγχο στις δραστηριότητές τους, επιτρέποντας τη δράση τους (Giulianotti, 2005).
3. Ανεπαρκείς Θεσμικοί Μηχανισμοί
Οι θεσμικοί μηχανισμοί, όπως η αστυνομία και οι αθλητικές αρχές, εκ του αποτελέσματος αποτυγχάνουν να ελέγξουν πολύ αποτελεσματικά την αθλητική βία σε πολλές χώρες του κόσμου και σε κάποιο βαθμό στην Ελλάδα. Η έλλειψη αυστηρών ποινών, η ανεπαρκής αστυνόμευση, για παράδειγμα σε μικρές αθλητικές εκδηλώσεις και έξω ή μακριά από τα γήπεδα και κάποιες φορές τα όχι καλώς οργανωμένα μέτρα ασφαλείας μέσα στα γήπεδα, ιδίως στις μικρότερες αθλητικές οργανώσεις, επιτρέπουν στη βία να εξελίσσεται.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί, ότι ήδη γίνονται πολλά για την αποτροπή και την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου και ότι τελικά η βία, όταν εκδηλώνεται, είναι αδύνατον να αποφευχθεί και ότι θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι “αυτά θα συμβαίνουν που και που, και τι να κάνουμε, πάλι καλά σε σχέση με άλλες χώρες”. Αυτή είναι μία απατηλή προσέγγιση. Οφείλουμε καταρχάς να συμφωνήσουμε ότι οι στρατηγικές πρόληψης και παρέμβασης που έχουν εφαρμοστεί μέχρι τώρα έχουν αποδειχθεί μόνο μερικώς αποτελεσματικές, που σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο για τη βελτίωση και την ενίσχυση τους.
1. Εκπαίδευση και Κοινωνική Ευαισθητοποίηση
Μία από τις βασικές στρατηγικές πρόληψης της αθλητικής βίας είναι η εκπαίδευση των αθλητών, των φιλάθλων, αλλά και των εκπαιδευτικών και προπονητών σχετικά με τις επιπτώσεις της βίας και τη σημασία της ευγενούς άμιλλας. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω:
- Σχολικών προγραμμάτων που προωθούν τις αξίες της συνεργασίας, της αυτοσυγκράτησης και της αθλητικής ηθικής. Οι μαθητές πρέπει να μάθουν από νεαρή ηλικία να απολαμβάνουν τον αθλητισμό χωρίς βία. Θα μπορούσε για παράδειγμα να εμπλουτιστεί σε αυτή την κατεύθυνση το μάθημα της γυμναστικής και συνολικά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων με μαθήματα κοινωνικών δεξιοτήτων. Είναι πάγιο προσωπικό αίτημά μου η παρουσία ψυχολόγου με διδακτική ώρα στα σχολεία με αυτό τον σκοπό, όχι απλά η διάθεσή ενός ψυχολόγου ανά 4-5 σχολεία όπως γίνεται σήμερα.
- Εκπαιδευτικών σεμιναρίων για αθλητές και προπονητές, τα οποία να εστιάζουν στη διαχείριση του άγχους, της επιθετικότητας και της πίεσης. Οι αθλητές που κατανοούν πώς να ελέγχουν τα συναισθήματά τους, χωρίς να εκτοξεύουν ρακέτες, είναι λιγότερο πιθανό να προβαίνουν σε βίαιες πράξεις και κατ’ επέκταση να λειτουργούν ως καλύτερα πρότυπα για τους φιλάθλους.
- Δράσεων ευαισθητοποίησης για φιλάθλους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα κοινωνικά δίκτυα, με στόχο την καλλιέργεια ενός κλίματος σεβασμού και θετικής αλληλεπίδρασης στα γήπεδα, μέσα από τα κανάλια των ίδιων των αθλητικών ομάδων.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, οι δράσεις αυτές δεν είναι συστηματικές και δεν εφαρμόζονται σε ευρεία κλίμακα. Είναι σημαντικό να στοχεύσουμε σε συνεκτικά προγράμματα, σε όλη τη χώρα, που να προωθούν την ειρηνική συνύπαρξη στον αθλητισμό. Αυτό θα έχει πρόσθετο όφελος και για την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας και της ανήλικης αντικοινωνικής συμπεριφοράς, που απασχολούν έντονα τη χώρα τα τελευταία χρόνια με αύξηση κατά 70% των αναφερόμενων περιστατικών βίας, μόλις μέσα στην τριετία 2020-2023.
2. Νομοθετικά Μέτρα και Αυστηρή Εφαρμογή των Νόμων
Στην Ελλάδα, έχουν γίνει σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, όπως η ψήφιση νόμων που προβλέπουν αυστηρότερες ποινές για όσους εμπλέκονται σε βίαια επεισόδια, καθώς και η δημιουργία πλαίσιου για τον έλεγχο των συνδέσμων φιλάθλων. Ωστόσο, οι νόμοι αυτοί δεν εφαρμόζονται επαρκώς.
Μερικά από τα βασικά νομοθετικά μέτρα που χρειάζονται ενίσχυση είναι:
- Οι αυστηρότερες ποινές για βίαιες πράξεις μέσα και έξω από τα γήπεδα να εφαρμόζονται χωρίς εξαιρέσεις. Οι ποινές αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν καθολικές απαγορεύσεις εισόδου στα γήπεδα, αλλά και ποινές φυλάκισης για σοβαρά περιστατικά.
- Αναδιάρθρωση των συνδέσμων φιλάθλων με αυστηρότερους ελέγχους και κανονισμούς για τη λειτουργία τους. Γνωρίζουμε ότι η ύπαρξη ανεξέλεγκτων συνδέσμων τροφοδοτεί τη βία, και γι’ αυτό είναι σημαντικό οι σύλλογοι να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τη συμπεριφορά των οπαδών τους.
- Χρήση νέων τεχνολογιών για την αναγνώριση και παρακολούθηση εκείνων που εμπλέκονται σε βίαιες πράξεις, όπως η δημιουργία βάσεων δεδομένων για τους παραβάτες.
3. Αστυνομική Παρουσία και Μέτρα Ασφαλείας
Επίσης η αστυνόμευση στα αθλητικά γεγονότα είναι κρίσιμη και χρειάζεται εξειδικευμένη κατάρτιση στους εμπλεκόμενους αστυνομικούς – με έμφαση στην αποκλιμάκωση της έντασης και τη χρήση μη βίαιων μεθόδων διαχείρισης πλήθους.
Βιβλιογραφία
Coakley, J. (2001). Sport in society: Issues and controversies. McGraw-Hill.
Ένα κλασικό βιβλίο που εξετάζει κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα στον αθλητισμό, συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων βίας. Link
Archer, J. (1991). The influence of testosterone on human aggression. British Journal of Psychology, 82(1), 1-28.
Επιστημονικό άρθρο που αναλύει τον ρόλο της τεστοστερόνης στην επιθετικότητα, σημαντικό για την κατανόηση βιολογικών παραγόντων της βίας. Link
Tajfel, H., & Turner, J. C. (1979). An integrative theory of intergroup conflict. In W. G. Austin & S. Worchel (Eds.), The social psychology of intergroup relations (pp. 33-47). Brooks/Cole.
Θεμελιώδες έργο για την κοινωνική ταυτότητα και τη σχέση της με τη σύγκρουση και τον φανατισμό, βασικό για την κατανόηση της ομαδικής βίας. Link
Wann, D. L. (2006). Understanding the positive social psychological benefits of sport team identification: The team identification-social psychological health model. Group Dynamics: Theory, Research, and Practice, 10(4), 272-296.
Άρθρο που αναλύει τον ρόλο της ταύτισης με τις αθλητικές ομάδες και τον αντίκτυπο που έχει αυτό στην ψυχολογική υγεία και τη συμπεριφορά. Link
Giulianotti, R. (2005). Sport: A critical sociology. Polity Press.
Ένα σύγχρονο και κριτικό έργο για τον αθλητισμό και την κοινωνιολογική του ανάλυση, περιλαμβάνει τη μελέτη της βίας και των κοινωνικών παραγόντων στον αθλητισμό. Link