Η “Μαρία”, μια 15χρονη μαθήτρια λυκείου, ήρθε για συνεδρίες κατόπιν ανησυχίας των γονιών της για την απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά της. Μέχρι πρόσφατα, η Μαρία ήταν ένα εξωστρεφές και κοινωνικό παιδί, αλλά οι γονείς της είχαν παρατηρήσει ότι τελευταία περνούσε ώρες στα κοινωνικά δίκτυα, απομονωνόταν και ήταν πιο ευερέθιστη. Ανησυχούσαν γιατί είχε γίνει απρόσιτη, αποφεύγοντας τις συζητήσεις και παραμελώντας τα ενδιαφέροντά της, ενώ παρουσίαζε δυσκολίες στον ύπνο και μείωση στις σχολικές επιδόσεις της.
Στις πρώτες συνεδρίες, ανακαλύψαμε ότι η “Μαρία” βίωνε πίεση από τα πρότυπα που παρακολουθούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αποτέλεσμα να έχει αναπτύξει άγχος να ανταποκριθεί σε αυτά και φτωχή αυτοεκτίμηση. Επίσης, είχε εμπλακεί σε συγκρίσεις με άλλα κορίτσια της ηλικίας της, αισθανόμενη ανεπαρκής και “λιγότερο καλή” σε σχέση με τα άλλα παιδιά, γίνονταν βίαιη στο σχολείο μαζί τους και ιδιαίτερα προσβλητική απέναντι στους καθηγητές της.
Η επίδραση που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των εφήβων είναι ένα ζήτημα που προκαλεί αυξανόμενη ανησυχία σε ειδικούς της ψυχικής υγείας όπως εμείς, σε παιδαγωγούς και στους γονείς. Καθώς η εφηβεία είναι μια περίοδος μεγάλων αλλαγών, αναζήτησης ταυτότητας και κοινωνικής αποδοχής, η επιρροή τους γίνεται ολοένα και πιο έντονη, με τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται ένας επίφοβος συνδυασμός της χρήσης των ΜΚΔ με φαινόμενα αντικοινωνικής συμπεριφοράς και με την ανήλικη παραβατικότητα.
Ο ρόλος των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στην ψυχική υγεία των εφήβων
Οι έφηβοι που περνούν πολλές ώρες στα ΜΚΔ τείνουν να επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις συγκρίσεις με τους συνομηλίκους τους και την επιρροή “ινσταγκραμικών” προτύπων, κάτι που συχνά οδηγεί σε διαστρεβλωμένες αντιλήψεις για την πραγματική ζωή, τις σχέσεις, ακόμα και το σώμα. Το φαινόμενο της “κοινωνικής σύγκρισης” έχει μελετηθεί εκτενώς και δείχνει πως οι συχνές συγκρίσεις του εαυτού με τα επιτεύγματα και την εμφάνιση των άλλων μπορούν να δημιουργήσουν συναισθήματα κατωτερότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης (Valkenburg & Peter, 2013). Αυτό εντείνει την ανασφάλεια, τη μοναξιά και την απομόνωση που οι έφηβοι ήδη αντιμετωπίζουν λόγω της φάσης ανάπτυξής τους.
Η πρόσβαση σ’ έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων έχει συσχετιστεί επίσης με αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης στους εφήβους, ειδικά όταν η χρήση των ΜΚΔ είναι υπερβολική (Twenge, 2017). Οι έφηβοι βιώνουν συχνά την πίεση να ανταποκρίνονται σε “τέλειες” εικόνες ζωής, και αυτή η πίεση είναι δυνατόν να τους ωθεί σε ακραίες συμπεριφορές, μερικές από τις οποίες μπορεί να είναι και εξόχως αντικοινωνικές.
Η σχέση με την ανήλικη αντικοινωνική συμπεριφορά και παραβατικότητα
Ένα κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει από την ευρεία χρήση των ΜΚΔ είναι η δυνατότητα των εφήβων να εκτίθενται και να συμμετέχουν σε παραβατικές δραστηριότητες. Τα φαινόμενα διαδικτυακού εκφοβισμού (cyberbullying) και επιθετικότητας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα σήμερα και έχουν άμεσες επιπτώσεις στην ψυχική κατάσταση των εμπλεκόμενων εφήβων. Έρευνες δείχνουν ότι η έκθεση σε τέτοιες συμπεριφορές στο διαδίκτυο μπορεί να οδηγήσει σε αποδοχή της επιθετικότητας ως μιας “κανονικής” συμπεριφοράς, που αφήνει το περιθώριο στους νέους να συμπεριφέρονται παρομοίως και στην καθημερινή ζωή τους (Patchin & Hinduja, 2010).
Η ανωνυμία και η αίσθηση απουσίας συνεπειών που προσφέρει το διαδίκτυο ενθαρρύνουν τους εφήβους να εμπλέκονται σε συμπεριφορές που διαφορετικά θα απέφευγαν στην πραγματική ζωή. Οι νέοι συχνά “εξασκούνται” στην επιθετικότητα, την εξαπάτηση και τον εκφοβισμό μέσω των ψηφιακών τους προφίλ, γεγονός που μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα συμμετοχής τους σε παραβατικές συμπεριφορές στο μέλλον (Holfeld & Leadbeater, 2017). Μάλιστα, έφηβοι που είναι πιο ενεργοί σε επιθετικές διαδικτυακές συμπεριφορές παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμπλοκής σε πραγματικά περιστατικά βίας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς τόσο κατά τη εφηβία όσο και αργότερα κατά την νεαρή ενήλικη ζωή.
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί πίσω από την επίδραση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης
Η διαρκής έκθεση σε πληροφορίες και εικόνες στα ΜΚΔ δημιουργεί συχνά ένα φαινόμενο απευαισθητοποίησης απέναντι στην παραβατική συμπεριφορά και στην επιθετικότητα. Οι έφηβοι που εκτίθενται συνεχώς σε περιεχόμενο που ενθαρρύνει ή δικαιολογεί τη βία, τείνουν να αναπτύσσουν μια εσωτερική, γενική, ανοχή στην αντικοινωνική συμπεριφορά. Αυτός ο μηχανισμός σχετίζεται με τον “κοινωνικό εκμαυλισμό”, όπου τα άτομα υιοθετούν με ευκολία συμπεριφορές τις οποίες παρατηρούν επαναλαμβανόμενα και ως εκ τούτου αντιλαμβάνονται σαν “φυσιολογικές” μέσα στις κοινωνικές ομάδες στις οποίες συμμετέχουν, ακόμα και αν αυτές είναι επιζήμιες (Bandura, 2001).
Τα ΜΚΔ, λόγω της δυνατότητάς τους να διαμορφώνουν ισχυρούς, αν και εφήμερους, “κύκλους επιρροής”, προάγουν την ταχεία εξάπλωση τέτοιων συμπεριφορών, με ταχύτητα που ποτέ πριν δεν ήταν εφικτή. Αυτή η δυναμική ενισχύει δυνητικά την παραβατική συμπεριφορά μεταξύ των εφήβων, καθώς οι ψηφιακές ομάδες προσφέρουν μία αίσθηση κοινής ταυτότητας και αλληλεγγύης που μπορεί να προάγει ακόμα και παρορμητικές – επικίνδυνες ενέργειες.
Οικογενειακή, εκπαιδευτική και παιδοψυχολογική παρέμβαση
Η ενίσχυση της επικοινωνίας και της διαρκούς υποστήριξης από τους γονείς μπορεί να βοηθήσει τους εφήβους να αναπτύξουν πιο υγιείς αντιλήψεις για τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους και να εξασκήσουν την κριτική τους ικανότητα απέναντι σε φαύλα πρότυπα που προβάλλονται στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με τη θεωρία της συναισθηματικής προσκόλλησης, η ύπαρξη ενός σταθερού υποστηρικτικού περιβάλλοντος μπορεί να βοηθήσει πραγματικά τα παιδιά να αποφεύγουν τις αρνητικές συμπεριφορές και να προσαρμόζονται καλύτερα (Bowlby, 1988).
Η εκπαιδευτική κοινότητα, από την άλλη, μπορεί και πρέπει να παίξει έναν καίριο, συμπληρωματικό ρόλο στην ενίσχυση της κοινωνικής υπευθυνότητας μέσω προγραμμάτων κατάρτισης για την ασφαλή και συνειδητή χρήση των ΜΚΔ, αλλά και με μαθήματα κοινωνικών δεξιοτήτων που σήμερα λείπουν, δυστυχώς, από την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. Η διδασκαλία ψηφιακού γραμματισμού και η προώθηση της κριτικής σκέψης μπορούν να ενισχύσουν την αυτονομία και την υπευθυνότητα των εφήβων, μειώνοντας τον κίνδυνο προσκόλλησης στις αντικοινωνικές τάσεις που προωθούνται από τα μέσα.
Οι παιδοψυχολόγοι έχουν την απαραίτητη εξειδίκευση και τη δυνατότητα να προσφέρουν πολύτιμη καθοδήγηση και εργαλεία για την ανάπτυξη υγιών σχέσεων, τη διαχείριση του άγχους και των συναισθημάτων που προκύπτουν από τη χρήση των ΜΚΔ, όπως και την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Συγκεκριμένα, μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να κατανοήσουν τις ανάγκες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους στην ψηφιακή εποχή, προσφέροντας συμβουλευτικές συνεδρίες όπου αναλύονται στρατηγικές για τον περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων των ΜΚΔ.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η παιδοψυχολόγος Μαρία Πολυκρέτη στο ιατρείο μας επιχειρεί να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός υγιούς επικοινωνιακού πλαισίου ανάμεσα στους γονείς και τους εφήβους, ώστε να καλλιεργηθεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον που προάγει τη συναισθηματική ανάπτυξη και την κοινωνική προσαρμογή των παιδιών. Μέσα από την εξειδικευμένη προσέγγιση και τις ψυχοεκπαιδευτικές τεχνικές, μπορούμε να ενισχύσουμε τους εφήβους να αναπτύξουν κριτική σκέψη και αυθεντικότητα στη χρήση των ΜΚΔ, ενώ ταυτόχρονα βοηθούμε τους γονείς να θέτουν υγιή όρια και να κατανοούν τις σύγχρονες προκλήσεις της εποχής μας.
Βιβλιογραφία
- Bandura, A. (2001). Social cognitive theory: An agentic perspective. Annual Review of Psychology, 52(1), 1-26.
- Bowlby, J. (1988). A Secure Base: Parent-Child Attachment and Healthy Human Development. Basic Books.
- Holfeld, B., & Leadbeater, B. J. (2017). The nature and frequency of cyber bullying behaviors and victimization experiences in young Canadian children. Canadian Journal of School Psychology, 32(2), 122-135.
- Patchin, J. W., & Hinduja, S. (2010). Cyberbullying and self-esteem. Journal of School Health, 80(12), 614-621.
- Twenge, J. M. (2017). iGen: Why Today’s Super-Connected Kids Are Growing Up Less Rebellious, More Tolerant, Less Happy–and Completely Unprepared for Adulthood. Simon and Schuster.
- Valkenburg, P. M., & Peter, J. (2013). The differential susceptibility to media effects model. Journal of Communication, 63(2), 221-243.