Η πρόσφατη αποκάλυψη για έναν αστυνομικό της Βουλής που κατηγορείται ότι, με τη χρήση σωματικής βίας, εξανάγκαζε τη σύζυγό του να ασελγεί στα παιδιά τους, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε ή συμμετείχε, προκαλεί αποτροπιασμό και αναδεικνύει τη σοβαρότητα των περιστατικών που αφορούν στη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των ΜΜΕ, οι κατηγορίες περιλαμβάνουν βιασμούς των τριών ανήλικων κοριτσιών τους από την ηλικία των 5 ετών, καθώς και εξαναγκασμό του γιου να συμμετέχει σε σεξουαλικές πράξεις με τις αδελφές του.
Δυστυχώς, τέτοιες υποθέσεις δεν είναι μεμονωμένες. Σύμφωνα με στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης, ένα στα πέντε παιδιά είναι θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας, ενώ ένα στα τρία δεν αποκαλύπτει ποτέ την κακοποίηση. Επιπλέον, το 70% έως 85% των θυμάτων γνωρίζουν τους κακοποιητές τους, οι οποίοι συχνά προέρχονται από τον οικογενειακό ή τον φιλικό τους κύκλο.
Στην Ελλάδα, οι καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών παρουσιάζουν ανησυχητική αύξηση. Μόνο στην Αττική, το 2023, οι καταγγελίες για βιασμό και αποπλάνηση ανηλίκων αυξήθηκαν κατά 33% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η αύξηση υπογραμμίζει την ανάγκη για εντατικοποίηση των προσπαθειών κατανόησης, πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου.
Τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών συνδέονται με σειρά κοινωνικών, ψυχολογικών και οικογενειακών παραγόντων. Ένας από τους σημαντικότερους είναι η δυναμική της εξουσίας μέσα στην οικογένεια, όπου οι κακοποιητές εκμεταλλεύονται την ευαλωτότητα και την εξάρτηση των παιδιών. Πρόκειται για περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί η σιωπή και η συγκάλυψη, καθώς τα παιδιά ή οι συγγενείς του κακοποιητή φοβούνται να μιλήσουν, είτε εξαιτίας απειλών είτε εξαιτίας συναισθηματικής εξάρτησης. Η έλλειψη κοινωνικής ευαισθητοποίησης και επαρκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων για γονείς και παιδιά σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση ενισχύει το φαινόμενο, καθώς δεν υπάρχει η γνώση για την αναγνώριση και τους τρόπους ασφαλούς καταγγελίας της κακοποίησης.
Παράλληλα, το φαινόμενο υποστηρίζεται από συστημικές αδυναμίες, όπως η έλλειψη επαρκούς πρόληψης για την προστασία των παιδιών και η ατιμωρησία που παρατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις, συνηθέστερα λόγω του κοινωνικού ρόλου ή της επαγγελματικής ιδιότητας του δράστη. Οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από πατριαρχικές δομές διαιωνίζουν νοοτροπίες όπου οι ανήλικοι θεωρούνται περιουσία ή υποχείρια των γονέων τους, γεγονός που δυσκολεύει την διάσωσή τους. Η απουσία αποτελεσματικών υπηρεσιών πρόνοιας για τον εντοπισμό και την υποστήριξη οικογενειών με προβλήματα βίας ή κακοποίησης επιδεινώνει την κατάσταση. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία που αδυνατεί να ανταποκριθεί με ουσιαστικό τρόπο στην προστασία των πιο ευάλωτων μελών της.
Η προσωπικότητα και η ψυχοσύνθεση των δραστών περιλαμβάνουν διαταραχές προσωπικότητας, απουσία ενσυναίσθησης και μία παθολογική ανάγκη για εξουσία και έλεγχο. Οι περισσότεροι παιδόφιλοι εκδηλώνουν έναν στρεβλό σεξουαλικό προσανατολισμό για την ηλικία, παρουσιάζουν στοιχεία ναρκισσισμού ή αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ κάποιοι ενδέχεται να έχουν υποστεί οι ίδιοι κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία, διαιωνίζοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο βίας. Η ανικανότητα να δημιουργήσουν υγιείς, ισότιμες σχέσεις με ενήλικες τους οδηγεί στην πλήρωση ανικανοποίητων αναγκών μέσα από την εκμετάλλευση ανηλίκων, που δεν μπορούν να αντισταθούν ή να αμφισβητήσουν την εξουσία τους.
Οι δράστες επιλέγουν να λειτουργούν σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει χαμηλός βαθμός ανίχνευσης και περιορισμένη δυνατότητα για την αποκάλυψη των πράξεών τους. Εμφανίζονται εξωτερικά ως “κανονικοί” ή και υποδειγματικοί στο κοινωνικό τους περιβάλλον, και χρησιμοποιούν αυτή την εικόνα ως κάλυψη για τις κακοποιητικές τους συμπεριφορές. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αναπτύσσουν έναν ανώριμο ψυχικό μηχανισμό αυτοδικαιολόγησης, όπου εξορθολογίζουν τις πράξεις τους μέσω στρεβλών πεποιθήσεων, όπως η αντίληψη ότι τα θύματά τους “συναινούν” ή ότι τα ίδια τα παιδιά “προκαλούν”. Αυτή η διαστρεβλωμένη σκέψη ενισχύεται από την έλλειψη ενσυναίσθησης και ηθικών φραγμών, που τους επιτρέπουν να συνεχίζουν τη βίαιη συμπεριφορά τους.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών έχει μακροχρόνιες και σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία τους. Η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, οι διαταραχές άγχους και το μετατραυματικό στρες, ενώ ενδέχεται να εμφανίσουν εξαιρετική δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις που θα αναπτύξουν ως ενήλικες.
Η πρόληψη και η αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών είναι ηθική υποχρέωση της κοινωνίας και πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Απαιτεί τις συντονισμένες ενέργειες της πολιτείας και των κοινωνικών υπηρεσιών. Η ενίσχυση των μηχανισμών καταγγελίας, η δημιουργία ειδικού ποινικού μητρώου που θα περιέχει όλες τις σχετικές καταγγελίες (ακόμη και αν δεν έχουν τελεσιδικήσει οι υποθέσεις), η διασφάλιση της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, η αναβάθμιση των υπηρεσιών πρόνοιας με δυνατότητες αυτενέργειας και ελέγχων χωρίς την ανάγκη εισαγγελικής παραγγελίας, η παροχή ψυχικής υποστήριξης στα θύματα και η εκπαίδευση του κοινού για την αναγνώριση και την πρόληψη τέτοιων περιστατικών – με σχετικό περιεχόμενο στην σχολική διδασκαλία ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση – είναι κρίσιμα βήματα.
Στο ιατρείο μας παρέχουμε εξειδικευμένη συμβουλευτική για οικογένειες με παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση.
Βιβλιογραφία
- Συμβούλιο της Ευρώπης. (2023). Στατιστικά στοιχεία για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Ανακτήθηκε από www.coe.int
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (2024). Πρόταση για την επικαιροποίηση των κανόνων ποινικού δικαίου σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. greece.representation.ec.europa.eu
- Κωνσταντινόπουλος, Ο. (2023). Συγκλονιστικά στοιχεία για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. skai.gr