Οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που μας προκαλεί βαθιά ανησυχία και προβληματισμό, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα παρουσιάζεται μια πολύ ανησυχητική αύξηση των γυναικοκτονιών τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, από το 2010 έως το 2023 καταγράφηκαν συνολικά 174 γυναικοκτονίες. Το 2021 παρατηρήθηκε αύξηση 156% στις ανθρωποκτονίες γυναικών από στενούς συντρόφους και συγγενείς σε σύγκριση με το 2020, με στοιχεία της Eurostat. Και είναι αξιοσημείωτο ότι το 2022 οι γυναικοκτονίες αντιπροσώπευαν το 53,3% των ανθρωποκτονιών με θύματα γυναίκες, υποδεικνύοντας ότι περισσότερες από τις μισές δολοφονίες γυναικών διαπράχθηκαν από μέλη της οικογένειάς τους. Η τάση συνεχίστηκε το 2023 με 13 γυναικοκτονίες και δυστυχώς το 2024 ξεπερνάει αυτό το νούμερο.
Οι ειδικοί αναρωτιόμαστε εάν αυτή η αύξηση συνδέεται με ένα μοτίβο μιμητισμού, όπου η δημοσιοποίηση κάθε γυναικοκτονίας διευκολύνει την επόμενη. Για να διερευνήσουμε το ερώτημα, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τη δυναμική του μιμητισμού στη βία, να εξετάσουμε τους κοινωνικούς μηχανισμούς που τροφοδοτούν τη γυναικοκτονία και να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο η δημοσιογραφική κάλυψη μπορεί να επηρεάζει τη συμπεριφορά των δραστών.
Ο μιμητισμός, όπως τον περιέγραψε ο Gabriel Tarde ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, αποτελεί ένα βασικό μηχανισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σε κοινωνικά φαινόμενα όπως η βία, οι πράξεις που δημοσιοποιούνται μπορεί να λειτουργήσουν ως «πρότυπα», ιδιαίτερα όταν ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται υπό πίεση ή αναζητούν διέξοδο από έντονα συναισθήματα. Στον σύγχρονο κόσμο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν κεντρικό ρόλο στη διάδοση αυτών των προτύπων, αναλύοντας δημόσια λεπτομέρειες για τον τρόπο τέλεσης εγκλημάτων, τα κίνητρα των δραστών και τις συνθήκες των περιστατικών. Η επιστημονική έρευνα υποστηρίζει ότι η λεπτομερής δημοσιοποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως έμμεση επιβεβαίωση για όσους ήδη εκδηλώνουν επιθετικότητα ή τάση για έλεγχο μέσα το περιβάλλον τους.
Ασφαλώς, η γυναικοκτονία, ως το έγκλημα της δολοφονίας γυναικών λόγω του φύλου τους, συνδέεται στενά με τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις της Ελληνικής κοινωνίας για τους ρόλους των φύλων. Επιλέον, φαίνεται ότι οι συνθήκες της πανδημίας COVID-19 λειτούργησαν ως επιταχυντής της ενδοοικογενειακής βίας, που αποτελεί προπομπό των πιο ακραίων μορφών εγκλημάτων. Τα περιοριστικά μέτρα, η οικονομική πίεση και η κοινωνική απομόνωση, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η βία αυξήθηκε δραματικά. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι η ενδοοικογενειακή βία σημείωσε αύξηση διεθνώς κατά την περίοδο της πανδημίας, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στις ελληνικές στατιστικές. Με δεδομένη την προηγηθείσα οικονομική κρίση στη χώρα μας, οι οικονομικές πιέσεις συνεχίζονται μετά την πανδημία εξαιτίας του πληθωρισμού, της ακρίβειας και των δυσανάλογα χαμηλών μισθών, που η Ελληνική πολιτεία δυσκολεύεται να ελέγξει αποτελεσματικά.
Την ίδια στιγμή, εκτιμώ ότι ο ρόλος των Μέσων Ενημέρωσης στην κάλυψη αυτών των εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα μέσα σε αυτές τις συνθήκες, είναι εξαιρετικά σημαντικός. Όταν τα περιστατικά γυναικοκτονιών περιγράφονται με δραματικό τρόπο, με έμφαση στις λεπτομέρειες της βίας και στη «συναισθηματική ένταση» του δράστη, δημιουργείται μια αφήγηση που γνωρίζουμε από την επιστήμη μας ότι επηρεάζει τις αντιλήψεις. Αυτή η μορφή δημοσιογραφικής κάλυψης όχι μόνο αναπαράγει στερεότυπα που κανονικοποιούν ή εξηγούν τη βία κατά των γυναικών, ενισχύοντας τις έμφυλες ανισότητες, αλλά προσφέρει κι έναν «οδικό χάρτη» για την τέλεση παρόμοιων πράξεων.
Συγκεκριμένα, τα μέσα ενημέρωσης τείνουν να εστιάζουν στις προσωπικές λεπτομέρειες της σχέσης θύτη και θύματος, αποδίδοντας τη βία σε συναισθηματικούς λόγους, όπως η «ζήλια» ή η «προδοσία». Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει τη γυναικοκτονία ως αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας συναισθηματικής έκρηξης, αντί να την τοποθετεί στο πλαίσιο της συστημικής έμφυλης καταπίεσης. Επιπλέον, η προβολή του δράστη με όρους «καλού οικογενειάρχη που δεν έδινε αφορμές», «άνδρα που παρασύρθηκε», «ατόμου με ψυχολογικά προβλήματα», «υπήρχαν προβλήματα στο γάμο», «έφταιγε η διαφορά ηλικίας» κα., τείνει να μετριάζει την ευθύνη του και να προκαλεί συναισθήματα αλληλεγγύης σε άλλους άνδρες που μοιράζονται παρόμοια χαρακτηριστικά προσωπικότητας ή πιστεύουν στην ανδρική υπεροχή και στο ανδρικό δικαίωμα μέσα στη σχέση. Τέτοιες αφηγήσεις αποπροσανατολίζουν από την κοινωνική ρίζα του προβλήματος και υπονομεύουν τις προσπάθειες καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών, αφού επιτρέπουν τη διαιώνιση της ιδέας ότι η γυναικοκτονία είναι μεμονωμένο περιστατικό και όχι απόρροια ενός βαθύτερου, συστημικού προβλήματος.
Το φαινόμενο του μημιτισμού, που στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό ως «copycat effect», έχει τεκμηριωθεί σε πολλά εγκλήματα, από μαζικούς πυροβολισμούς μέχρι αυτοκτονίες. Στην περίπτωση των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι πολλά περιστατικά μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, τόσο στον τρόπο τέλεσης όσο και στη ρητορική των δραστών. Συχνά ακούμε για δράστες που επικαλούνται τη «ζήλια», το «διαζύγιο». ή την «απόρριψη» ως κίνητρο, επαναλαμβάνοντας μοτίβα που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί. Αυτή η ομοιότητα υποδηλώνει ότι οι δράστες μπορεί να αντλούν παραδείγματα ή «επιβεβαίωση» από προηγούμενες υποθέσεις που έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα. Ταυτόχρονα, η αίσθηση ατιμωρησίας που μπορεί να δημιουργείται από καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης συμβάλλουν στη διαιώνιση του κύκλου της βίας.
Η κοινωνική διάσταση του προβλήματος είναι βαθιά. Κάθε γυναικοκτονία που δημοσιοποιείται δημιουργεί ένα κύμα φόβου και ανασφάλειας στις γυναίκες, ενώ παράλληλα ενισχύει την αίσθηση ότι τέτοιες πράξεις ανήκουν σε μια «νέα» τάξη πραγμάτων. Συμβαίνει μία στρεβλή «κανονικοποίηση» των περιστατικών επειδή η συνεχής ροή τους στην ειδησεογραφία τα καθιστά περίπου αναμενόμενα – και ακόμη χειρότερα, «ανυπέρβλητα», σαν να συμβαίνουν απλά χωρίς κανείς να μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Είναι ένας φαύλος κύκλος που όχι μόνο υπονομεύει τις προσπάθειες για την έμφυλη ισότητα, αλλά με έναν οξύμωρο τρόπο ενισχύει την κουλτούρα της σιωπής και της συνενοχής στην ενδοοικογενειακή βία, γιατί όπως έγραψα τροφοδοτεί τον φόβο των γυναικών ότι κινδυνεύουν όταν αποκαλύπτουν τα βάσανά τους.
Για να σπάσει αυτός ο κύκλος, είναι απαραίτητες στοχευμένες παρεμβάσεις. Πρώτον, τα ΜΜΕ πρέπει να αναλάβουν έναν πιο υπεύθυνο ρόλο στην κάλυψη τέτοιων περιστατικών, αποφεύγοντας τη δραματοποίηση και την αναπαραγωγή στερεοτύπων. Δεύτερον, απαιτείται εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση, όχι μόνο σε σχολικό επίπεδο (από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση) με περιεχόμενο που θα αφορά στους ρόλους των φύλων, αλλά και σε ευρύτερες κοινότητες, ώστε να διαλυθούν οι αντιλήψεις που υποθάλπουν τη βία. Τρίτον, η επιτάχυνση της δικαιοσύνης, με γρήγορη εκδίκαση και παραδειγματικές ποινές. Τέλος, η παροχή ψυχικής υποστήριξης όχι μόνο στα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας αλλά και στους άνδρες που εκδηλώνουν επιθετικότητα – ίσως και ως μέρος των αστυνομικών συστάσεων σε καταγγελόμενα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας -, καθώς μπορεί να προλαμβάνει την κλιμάκωση της βίας.
Συνοψίζοντας, η αύξηση των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης αλληλεπίδρασης κοινωνικοοικονομικών, πολιτισμικών και επικοινωνιακών παραγόντων. Παρότι η μίμηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η αποκλειστική αιτία, παίζει σημαντικό ρόλο στη διάδοση του φαινομένου και είναι πολύ σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής πρόληψης που θα βασίζεται στην ευαισθητοποίηση, στην εκπαίδευση και στην αποτελεσματικότερη λειτουργία των θεσμών.
Βιβλιογραφία
- Phillips, D. P. (1974). The Influence of Suggestion on Suicide: Substantive and Theoretical Implications of the Werther Effect. American Sociological Review, 39(3), 340-354.
- Tarde, G. (1890). Les Lois de l’Imitation. Paris: Félix Alcan.
- World Health Organization. (2021). Violence against women prevalence estimates, 2018. Geneva: WHO.
- Gauthier, D. K., & Kenealy, K. (2001). Media effects on crime and violence: The evidence. Canadian Journal of Criminology, 43(4), 411-434.