Ερευνητές από το Κέντρο Νευροψυχιατρικής Γενετικής και Γενωμικής (CNGG) του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ (Ηνωμένο Βασίλειο) συμμετείχαν στη μεγαλύτερη έως σήμερα μελέτη αλληλούχισης ολικού εξώματος (exome sequencing) για τη σχιζοφρένεια. Οι ερευνητές συγκέντρωσαν και ανέλυσαν δεδομένα 28.898 ανθρώπων με σχιζοφρένεια, 103.041 ανθρώπων χωρίς σχιζοφρένεια και 3.444 οικογένειες με επιβεβαιωμένα περιστατικά. Η μελέτη αξιολόγησε σπάνιες, υψηλής επίδρασης μεταλλάξεις σε πρωτεινοκωδικοποιούντα γονίδια.
Από την ανάλυση προέκυψαν δύο γονίδια με ισχυρή σύνδεση: STAG1 και ZNF136 και έξι ακόμη γονίδια με μέτρια συσχέτιση: SLC6A1, KLC1, PCLO, ZMYND11, BSCL2 και CGREF1. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτά τα γονίδια εμπλέκονται σε διαδικασίες οργάνωσης του DNA και στη λειτουργία της GABAεργικής επικοινωνίας (GABA: γαμμα-αμινοβουτυρικό οξύ, ο κύριος ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο).
Είναι ενδιαφέρον ότι τέσσερα από τα γονίδια (STAG1, SLC6A1, ZMYND11, CGREF1) σχετίζονται επίσης και με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές όπως ο αυτισμός, η επιληψία και η καθυστέρηση της γνωστικής ανάπτυξης – γεγονός που υποδηλώνει διασταύρωση στους γενετικούς μηχανισμούς.
Σχιζοφρένεια: Συμπτώματα, αιτιοπαθογένεια και γενετικά μοτίβα
Η σχιζοφρένεια είναι σύνθετη κατάσταση με συμπτώματα που μπορούν αδρά να ταξινομηθούν σε δύο κύριες ομάδες:
- Θετικά συμπτώματα: όπως ψευδαισθήσεις (ειδικά ακουστικές) και παραληρητικές ιδέες.
- Αρνητικά συμπτώματα: όπως συναισθηματική αποσύνδεση, φτωχός λόγος, έλλειψη κινήτρου.
Παρατηρούνται επίσης γνωστικές δυσλειτουργίες, όπως προβλήματα στη μνήμη, την προσοχή και την οργάνωση της σκέψης.

Η σχιζοφρένεια δεν οφείλεται σε ένα μόνο αίτιο αλλά σε πολύπλευρη αλληλεπίδραση γενετικών, περιβαλλοντικών και βιολογικών παραγόντων:
- Γενετική προδιάθεση: Η κληρονομικότητα εκτιμάται στο 60%–80%, με πολλές γενετικές παραλλαγές να συμβάλλουν στη διάθεση για ανάπτυξη της διαταραχής.
- Γενετικός πολυγονιδιακός χαρακτήρας: Η σχιζοφρένεια είναι πολυγονιδιακή, δηλαδή χιλιάδες γενετικά στοιχεία εμπλέκονται και όχι ένα μόνο γονίδιο.
- Ανοσιακές και φλεγμονώδεις διαδικασίες: Το ανοσοποιητικό σύστημα, οι χρόνιες φλεγμονές, οι καταχρήσεις ουσιών (πχ. κάνναβης) και ενδεχομένως τραυματικές εμπειρίες ή το στρες, φαίνεται ότι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο, ενεργοποιώντας τα μικρογλίαια κύτταρα και προκαλώντας οξειδωτική βλάβη στον εγκέφαλο.
- Δυσλειτουργία του έντερου: Υπάρχουν υποθέσεις ότι η δυσλειτουργία στο γαστρεντερικό σύστημα (ιδίως στο εντερικό μικροβίωμα), ή η διαφοροποιημένη ανοσιακή αντίδραση στη γλουτένη μπορεί να συμβάλλει στην εκδήλωση της σχιζοφρένειας σε ένα υποσύνολο των ασθενών.
Η σχέση μεταξύ γενετικών ευρημάτων και συμπτωμάτων παραμένει περίπλοκη, γιατί παρατηρούμε ότι συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις δεν αρκούν από μόνες τους να προκαλέσουν τη διαταραχή, αλλά αυξάνουν τον κίνδυνο και συνήθως απαιτείται μία περιβαλλοντική ή ψυχική ευαισθητοποίηση για να εμφανιστούν τα συμπτώματα.
Αναδυόμενες προοπτικές
Η ανακάλυψη νέων γονιδίων όπως τα STAG1 και ZNF136, διαφωτίζει τη νευροβιολογική ρίζα της σχιζοφρένειας. Η σύνδεσή τους με τον τρόπο που οργανώνεται το DNA, ο τρόπος μετάδοσης των σημάτων GABA και η γενετική διασταύρωση με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές ανοίγει το δρόμο για περισσότερο εξατομικευμένες θεραπείες.

Στην ψυχιατρική φιλοδοξούμε να μεταφράσουμε αυτά τα γενετικά ευρήματα σε στόχους φαρμάκων, όμως αυτό απαιτεί χρόνο, υπομονή και συνεχείς δοκιμές. Αλλά με αυτή την πρόσφατη ανακάλυψη, σε συνδυασμό με τη γνώση για τα συμπτώματα και την πολυπαραγοντική αιτιοπαθογένεια, διαμορφώνεται μια πιο καθαρή εικόνα του πώς αναπτύσσεται η διαταραχή· και αυτό φέρνει ελπίδα: περισσότερο προσαρμοσμένες και αποτελεσματικές θεραπείες που κάποια στιγμή θα αλλάξουν τη ζωή πολλών συνανθρώπων μας.
Τα επόμενα πέντε χρόνια προμηνύονται καθοριστικά για τη φαρμακολογική αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας και των ψυχωτικών διαταραχών. Οι ερευνητικές προσπάθειες απομακρύνονται σταδιακά από τα παραδοσιακά αντιψυχωσικά, που στόχευαν σχεδόν αποκλειστικά τη ντοπαμίνη, και στρέφονται προς νέες μοριακές οδούς.
η επόμενη πενταετία θα μπορούσε να σημάνει μια θεμελιώδη μεταμόρφωση στη θεραπεία της ψύχωσης
Φάρμακα που τροποποιούν τη γλουταματεργική νευροδιαβίβαση, όπως οι αγωνιστές των υποδοχέων NMDA, αναμένεται να παίξουν κομβικό ρόλο, προσφέροντας ελπίδα για τη βελτίωση των αρνητικών και γνωστικών συμπτωμάτων που μέχρι σήμερα παραμένουν ανθεκτικά στη θεραπεία. Ήδη σε προχωρημένα στάδια κλινικών δοκιμών βρίσκονται ουσίες όπως η ikarugamycin και τα παράγωγα του TAAR1 (Trace Amine-Associated Receptor 1), που δείχνουν να ρυθμίζουν πιο λεπτομερώς το σύστημα της ντοπαμίνης χωρίς τις κλασικές παρενέργειες των αντιψυχωσικών πρώτης και δεύτερης γενιάς.
Παράλληλα, εξελίσσονται θεραπείες που βασίζονται σε γενετικά ή ανοσολογικά προφίλ του ασθενούς, φέρνοντας την υπόσχεση μιας πραγματικά εξατομικευμένης ψυχιατρικής. Όσο προχωρούν οι γενετικές αναλύσεις, αναμένονται στοχευμένα μόρια που θα επεμβαίνουν σε συγκεκριμένα γονιδιακά μονοπάτια, όπως εκείνα που εντοπίστηκαν στη νέα μελέτη για τα γονίδια της σχιζοφρένειας (STAG1, ZNF136, SLC6A1 κ.ά.). Αν οι κλινικές δοκιμές ολοκληρωθούν επιτυχώς, τότε η επόμενη πενταετία θα μπορούσε να σημάνει μια θεμελιώδη μεταμόρφωση στη θεραπεία της ψύχωσης, ξεφεύγοντας από το στενό πλαίσιο της απλής αναστολής ψυχωτικών συμπτωμάτων και στοχεύοντας στην αποκατάσταση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής.
Βιβλιογραφία
Chick, S. L., et al. (2025). Whole‑exome sequencing analysis identifies risk genes for schizophrenia. Nature Communications.
Medical Xpress. (2025, August 15). Scientists discover eight new schizophrenia genes. Cardiff University
News‑Medical.net. (2025, August 4). Scientists reveal how rare gene mutations drive schizophrenia risk.
Verywell Health. (2024). What causes schizophrenia
Jablensky, A. (2010). The diagnostic concept of schizophrenia: its history. PMC.