η κατάθλιψη είναι ένας φαύλος και ολέθριος ψεύτης
Οι περισσότεροι άνθρωποι που επιβιώνουν από μια αυτοκτονική απόπειρα αναφέρουν ότι στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσαν να πεθάνουν αλλά ότι ήθελαν να σταματήσουν να ζουν. Αν υπήρχε μια ενδιάμεση λύση, μια εναλλακτική στο θάνατο, τότε οι περισσότεροι από αυτούς τους παρολίγον αυτόχειρες θα την είχαν επιλέξει.
Πράγματι, όλα τα συναισθήματα είναι ιδιότητες της ζωής. Ένας άνθρωπος που νιώθει απόγνωση και απελπισία, δεν ανακουφίζεται με το θάνατο. Γνωρίζει, πως όταν η ζωή παύεται, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να νιώσει κανείς καλύτερα. Δεν υπάρχει η ευκαιρία να βιωθεί η γαλήνη. Δεν υπάρχει τίποτα.
Στην περίπτωση του συγκυβερνήτη της μοιραίας πτήσης της Germanwings (Lufthansa) στις 24 Μαρτίου 2015, οι ενδείξεις και το ψυχιατρικό ιστορικό του συντείνουν στην υπόθεση της αυτοκτονίας, δυστυχώς με καταστροφικό αποτέλεσμα για άλλες 149 ανθρώπινες ζωές. Η κοινή γνώμη απασχολήθηκε έντονα με την “κατάθλιψη”, ως την πιθανότερη εξήγηση για την ακατανόητη πράξη του.
Παρόλα αυτά, η συζήτηση γύρω από την τραγική πτήση, φαίνεται ότι δημιούργησε μια σύγχυση για την πραγματική διάσταση της κατάθλιψης, των διαταραχών της διάθεσης και την κατανόηση της αυτοκτονίας γενικότερα.
Οφείλω να υπογραμμίσω εδώ, ότι οι άνθρωποι με διαταραχές της διάθεσης είναι ευαίσθητοι και υποφέρουν εσωτερικά και, δυστυχώς, σκέφτονται αυτοκαταστροφικά κάποιες φορές. Δεν γίνονται ετεροκαταστροφικοί, αν δεν υπάρχουν άλλες περίπλοκες συνιστώσες. Το περιστατικό της Germanwings είναι από εκείνες τις πολύ σπάνιες και τραγικές περιστάσεις στη ζωή που τέτοιες περίπλοκες συνιστώσες τέμνονται την ίδια στιγμή, στο πλέον ατυχές πλαίσιο.
Η γνώμη μου είναι ότι μπορούμε να προσεγγίσουμε το περιστατικό του συγκυβερνήτη, που αποτελεί ταυτόχρονα εγκληματική ενέργεια, αποκλειστικά ως προϊόν πολλών συνισταμένων.
Η πράξη του θα μπορούσε να ήταν παρορμητική, όσο και προμελετημένη, σε έδαφος ψυχωσικής κατάθλιψης, ή άλλης διαταραχής της διάθεσης, με προηγούμενο ιστορικό αλλά χωρίς επαρκή παρακολούθηση ή με ατελή θεραπεία, είτε αποτέλεσμα αντιδραστικής ψύχωσης, είτε στο πλαίσιο διαταραχής προσωπικότητας, δηλαδή με χαρακτηριολογικά στοιχεία από τον λεγόμενο άξονα ΙΙ κατά DSM (Diagnostic & Statistical Manual of Mental Disorders).
Στην τελευταία, μάλιστα, περίπτωση, ο άνθρωπος που πάσχει με διαταραχή προσωπικότητας, ιδιαίτερα δε με στοιχεία αντικοινωνικής, παρανοειδούς ή ναρκισιστικής διαταραχής, βλέπει τον κόσμο με μια πολύ διαφορετική και ανελαστική λογική, χωρίς ενσυναίσθηση – δηλαδή χωρίς την ικανότητα να νιώθει και να αλληλεπιδρά με το συναίσθημα των άλλων -, και χωρίς ηθικές ή κοινωνικές αναστολές. Έχει επίγνωση των πράξεών του αλλά δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι συνέπειες γιατί δεν αναπτύσσει συναίσθημα σε βάθος γύρω από σκέψεις που αφορούν στις επιπτώσεις πάνω στους άλλους. Υπερέχει η μεγαλοπρεπής αίσθηση ενός σημαντικού δικού του πεπρωμένου.
Ωστόσο, στη σύγχρονη ψυχιατρική αντίληψη, με εξαίρεση τις διαταραχές προσωπικότητας σε κάποιο βαθμό, οι ακριβείς διαγνώσεις, με τίτλο, έχουν μικρή σημασία γιατί δεν έχουν σταθερότητα και τα χαρακτηριστικά τους αλλάζουν σε έναν άνθρωπο στο πέρασμα του χρόνου, για διάφορους λόγους. Έχει μεγαλύτερη σημασία η παρούσα νόσος, δηλαδή τα σημεία, τα συμπτώματα και οι επιδράσεις τους στην ποιότητα της ζωής, καθώς επίσης οι συνέπειες για τον εαυτό και τους άλλους, στο εδώ και τώρα.
Ο μοιραίος συγκυβερνήτης ήταν, οπωσδήποτε, ένας άνθρωπος σε κατάσταση αυξημένου προσωπικού και επαγγελματικού στρες, σε μια θέση ευθύνης για την οποία είχε προσπαθήσει πάρα πολύ – ήδη λαμβάνοντας εκπαίδευση σε μονοκινητήρια αεροσκάφη από την ηλικία των 14 ετών -. Φαίνεται ότι συνυπήρχαν σε εκείνον η προσωπική ματαίωση με την επαγγελματική εξουθένωση και την αβεβαιότητα για το εργασιακό μέλλον, τόσο για λόγους οικονομικού σχεδιασμού της εργοδότριας εταιρείας (που είχε προκαλέσει 12 απεργίες των πιλότων της τον περασμένο χρόνο, με τελευταία μια απεργία μόλις 6 ημέρες πριν το συμβάν), όσο και για λόγους επίγνωσης της ιδίας αδυναμίας του να συνεχίσει αυτή την εργασία του (ψυχικής, ή φυσικής, πχ. ως πάσχων με κάποιο εξελισσόμενο και σοβαρό οργανικό νόσημα).
Μολονότι τα πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή έχουν επίδραση αυτοπεριοριζόμενης έντασης και διάρκειας στη διάθεση, οι ψυχοπιεστικές συνθήκες είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν ή να επιδεινώσουν το πρόβλημα. Εξάλλου, η μελέτη καταδεικνύει ότι μόλις 10% της ευτυχίας εξαρτάται από τις αντικειμενικές περιστάσεις της ζωής. Περισσότερο καθοριστικός είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε για αυτά τα γεγονότα. Η κατάθλιψη, όπως και οι άλλες διαταραχές της ψυχικής λειτουργίας, προσβάλλουν αυτόν ακριβώς τον τρόπο που σκεφτόμαστε.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, στον πιθανό κοινό παρανομαστή των περισσότερων αυτοκτονιών, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η σοβαρή κατάθλιψη συνοδεύεται πάντα από μια διάχυτη αίσθηση πόνου και την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει διαφυγή από αυτόν. Δεν πρόκειται απλά για μια κατάσταση της διάθεσης, αλλά για μια κατάσταση της ίδιας της λογικής, καθώς παραμορφώνεται ο τρόπος που σκέφτεται κανείς για τα γεγονότα και τη ζωή του.
Η κατάθλιψη είναι ένας φαύλος και ολέθριος ψεύτης που πείθει τον άνθρωπο ότι όλα στη ζωή είναι απαίσια, ότι η πραγματικότητά του είναι μάταιη και ότι εκείνος έχει την αποκλειστική ευθύνη για αυτό. Όταν η μιζέρια μοιάζει καθολική και μόνιμη και ο πόνος της ύπαρξης βιώνεται ως απελπιστικά αφόρητος, τότε η αυτοκτονία αρχίζει να προβάλλει σαν ορθολογική επιλογή. Σκέψεις όπως “όλοι και όλα θα είναι καλύτερα χωρίς εμένα” προσφέρουν σχεδόν ανακούφιση, την ίδια στιγμή που η αυτολύπηση και η αβοηθητότητα αποστραγγίζουν και την τελευταία σταγόνα κουράγιου. Κάθε καινούρια ημέρα είναι ένα τεράστιο βουνό, στη σκιά του οποίου υπάρχει μόνο σκοτάδι και απελπισία. Οτιδήποτε προσέφερε ευχαρίστηση στο παρελθόν αποτελεί επώδυνη υπενθύμιση του αδιέξοδου παρόντος που δεν εκπληρώνει την αρχική υπόσχεση της ζωής. Αρκετοί, δε, άνθρωποι νιώθουν όχι απλά απογοήτευση, αλλά και θυμό για τη ζωή.
Ενίοτε, τη σοβαρή κατάθλιψη, όπως και τις διπολικές διαταραχές της διάθεσης (μανιοκατάθλιψη), μπορεί να συνοδεύουν ψυχωσικά συμπτώματα και τότε χάνεται η στεγανότητα της σκέψης για μια περίοδο, όπως συμβαίνει και στις ψυχώσεις (πχ. στα σύντομα και αιφνίδια ψυχωσικά επειδόδια, στη βραχεία αντιδραστική ψύχωση, στη χρόνια ψύχωση, κ.α.). Οι ιδέες μοιάζουν να διαχέονται έξω από τον εαυτό, ή να εισέρχονται ενάντια στη θέληση. Η σκέψη αποδιοργανώνεται και ο άνθρωπος που πάσχει είναι τρομαγμένος και συχνά πιστεύει ότι απειλείται, συγκεκριμένα ή αόριστα. Κακόβουλες εσωτερικές φωνές – που όμως γίνονται αντιληπτές ως απόλυτα πραγματικές -, είναι δυνατόν να επικρίνουν τον άνθρωπο που υποφέρει “είσαι ανάξιος, δεν πρέπει να ζεις”, “θα σε βρουν και θα σε βασανίσουν γιατί είσαι ανίκανος”, “συνομωτούν για να σε εξοντώσουν”, ακόμη και να εντέλουν την αυτοκαταστροφή για λόγους ακατάληπτους.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σκόπιμο να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολύ αποτελεσματικές θεραπείες για τις διαταραχές της διάθεσης. Παρά την κρατούσα εντύπωση ότι τα φάρμακα και η ψυχοθεραπεία δεν προσφέρουν πολλά, η επιστημονική έρευνα αποδεικνύει ξανά και ξανά ότι λειτουργούν. Η δε αντίληψη των προσφερόμενων θεραπειών ως συμπτωματικών, που δημιουργούν μια “τεχνητή ευφορία”, είναι επίσης παρεξηγημένη. Στην πραγματικότητα, οι θεραπείες αποκαθιστούν μακροπρόθεσμα τις ψυχικές λειτουργίες που παραβλάπτονται. Για παράδειγμα, η γνωσιακή ψυχοθεραπεία διδάσκει πώς να αναγνωρίζουμε τον εσωτερικό εχθρό, πώς να ερμηνεύουμε σωστά την “επίθεσή” του και πώς να τον κερδίζουμε αποτελεσματικά. Τόσο οι φαρμακευτικές αγωγές όσο και η ψυχοθεραπεία, βελτιώνουν σημαντικά τα ελλείμματα στη γνωστική επεξεργασία, ακόμη και στο επίπεδο των εγκεφαλικών συνάψεων. Μπορεί να μην είναι πάντοτε εφικτό να εξαλείψουμε τη διαταραχή για πάντα, αλλά έχει σημασία να γνωρίζουμε ότι μπορούμε να την περιορίζουμε στο κλουβί της και με αυτό τον τρόπο να εξορκίζουμε τις αληθινές της συνέπειες.
Οι φορείς που απασχολούν ανθρώπους σε ευαίσθητες θέσεις (όπως κάθε εργασία που απαιτεί υψηλές επιδόσεις και ρόλους σε αποφασείς ζωής και θανάτου κάτω από συνθήκες αυξημένης πίεσης) οφείλουν να προβλέπουν ειδικά προγράμματα πρόληψης και αποκατάστασης για το προσωπικό τους, με έμφαση στη διαρκή αξιολόγηση και ψυχιατρική εκτίμηση, με κατάλληλα κίνητρα αυτοαποκλεισμού, ψυχοεκπαίδευσης, ενίσχυσης της ενσυναίσθησης, της ομαδικότητας, κ.α.
Αν με ρωτήσετε κατά πόσο είναι επαρκή τα ψυχολογικά τεστ στα οποία υποβάλλονται, για παράδειγμα, οι πιλότοι (τουλάχιστον στην Ευρώπη), τότε η απάντηση είναι όχι. Αφενός γιατί δεν αποτελούν ψυχιατρικές εκτιμήσεις που διαγιγνώσκουν την ψυχοπαθολογία και αφετέρου γιατί δεν υπάρχει κανένα διαγνωστικό τεστ που με τρόπο αδιαμφισβήτητο να παρέχει την απάντηση. Η ψυχιατρική διάγνωση παραμένει, εν πολλοίς, υποκειμενική και εξαρτάται από την ικανότητα και την εμπειρία του ψυχίατρου, καθώς επίσης από τη δυνατότητα παρακολούθησης του εξεταζόμενου σε κάποιο βάθος χρόνου.
Επειδή οι διαταραχές της διάθεσης είναι πάντα διαχειρίσιμες, αν όχι θεραπεύσιμες, θα πρέπει όλοι να προσπαθούμε να αναγνωρίζουμε την παρουσία τους στο περιβάλλον μας. Στους συγγενείς μας και στους στενούς φίλους μας. Συχνά, οι άνθρωποι επιλέγουν να υποφέρουν σιωπηρά. Σχεδιάζουν την αυτοκτονία τους χωρίς ποτέ κανένας να γνωρίζει αυτή την αλήθεια. Αν υποψιάζεστε ότι κάποιος υποφέρει με κατάθλιψη, ξεπεράστε τη δική σας άρνηση, ή τη διακριτικότητα και οπωσδήποτε το ταμπού για την ψυχιατρική νόσο. Ρωτήστε ευθέως τον άνθρωπό σας και το πιθανότερο είναι ότι θα λάβετε μια ειλικρινή απάντηση. Και τότε γνωρίζετε τι πρέπει να κάνετε…