Άρθρο στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”
H βία αυξάνεται στον κόσμο. Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι και η τρομοκρατία ή τα στυγερά εγκλήματα κάθε λογής που απασχολούν την επικαιρότητα, αλλά δυστυχώς και η αθέατη βία (σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική) στο σπίτι, στην εργασία, ακόμη και σε κοινωνικές δομές όπως τα ορφανοτροφεία και τα γηροκομεία, με θύματα ανθρώπους αδύναμους να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ή να μοιραστούν την εμπειρία τους.
Η βία συγκαταλέγεται πλέον στις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως και ειδικά στις ηλικίες 15-44. Αλλά δεν είναι μόνοι οι θάνατοι, καθώς πολλοί περισσότεροι άνθρωποι που είναι θύματά της τραυματίζονται και υποφέρουν από τα χρόνια προβλήματα σωματικής, σεξουαλικής, αναπαραγωγικής και ψυχικής υγείας τα οποία την ακολουθούν.
Η επιθετικότητα είναι ενστικτώδης στους ανθρώπους, αλλά η βία εκδηλώνεται συνήθως εκεί που σταματάει ο αυτοελέγχος. Οι αιτίες για αυτή την αυξανόμενη δυσκολία στον έλεγχο του εαυτού εντός των ορίων της υγιούς συμπεριφοράς σχετίζονται με ποικίλους παράγοντες – ακόμη και με την κλιματική αλλαγή -, αλλά είναι οπωσδήποτε βαθιά ριζωμένες στον κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό ιστό της ανθρώπινης ζωής.
Για παράδειγμα στο πλαίσιο της κοινωνίας ο αυτοέλεγχος εξαντλείται πιο εύκολα όταν χάνεται η εμπιστοσύνη στις αξίες και στις αρχές που προσδιορίζονται από τα θρησκευτικά, φιλοσοφικά, νομικά και κοινωνικά συστήματα. Μολονότι κανένα από αυτά τα συστήματα δεν είναι απόλυτα επιτυχημένο, συνδιαμορφώνουν ωστόσο τα σενάρια της συμπεριφοράς επειδή οι πολίτες αντιλαμβάνονται τη συμμετοχή τους ως αντίδοτο στις αβεβαιότητες και στις αγωνίες της επιβίωσης. Όσο ο κοινωνικός ιστός τραυματίζεται από οριζόντιες ανισότητες ή αυξάνονται οι πιέσεις πάνω στην επιβίωση, τόσο περισσότερο ελαττώνεται η συνέπεια με τα σενάρια της συμπεριφοράς ή παραβιάζεται το υποθετικό κοινωνικό συμβόλαιο που υπαγορεύει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Έτσι, οι πιο άνισες κοινωνίες τείνουν να είναι οι πιο βίαιες. Αυτή η παρατήρηση τεκμηριώνει την κοινή διαίσθηση ότι η ανισότητα είναι κοινωνικά διαβρωτική.
Εξάλλου, η εμφάνιση της επιθετικής συμπεριφοράς προϋποθέτει σε κάποιο βαθμό την απογοήτευση και τη ματαίωση. Οτιδήποτε μας κάνει να αισθανόμαστε άσχημα για τη ζωή μας στην αντικειμενική καθημερινότητά μας, προδιαθέτει στην επιθετικότητα. Ένα τέτοιο δείγμα ήταν οι προσωρινές στερήσεις ελευθεριών στην πανδημία και κυρίως η αίσθηση που άφησαν πίσω τους ότι κανένα κεκτημένο δεν μπορεί να θεωρείται ως δεδομένο στο εξής. Οι θυμωμένοι άνθρωποι επιτίθενται με την υποσυνείδητη ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα τους επιτρέψει να νιώσουν καλύτερα. Αντλούν εγγενώς “ευχαρίστηση” από το να πληγώνουν τους άλλους ανθρώπους όχι μόνο γιατί μπορεί να πιστεύουν ότι τους έχουν προκαλέσει, εξόργισει ή αδικήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά κυρίως γιατί τους θεωρούν ως εκπρόσωπους της συνολικής κοινωνίας της οποίας δεν αισθάνονται ισότιμοι συμμέτοχοι.
Στην επιστημονική θεώρηση της βίας αναζητούμε τις αιτίες της αύξησης ή της συντήρησης της βίας σε τέσσερα επίπεδα: στο άτομο, στις σχέσεις του, στην κοινότητα και στην κοινωνία του.
Το πρώτο επίπεδο περιέχει τις βιολογικές συνιστώσες της επιθετικότητας, όπως η γενετική προδιάθεση στην παρορμητικότητα ή στη φτωχή ενσυναίσθηση· τη μόρφωση, την κατάχρηση ουσιών ή αλκοόλ κ.α.· επίσης την επιστημονικά τεκμηριωμένη ήδη από το 1973 προαγωγή της επιθετικής συμπεριφοράς ή της μιμητικής βιαιοπραγίας από την παρακολούθηση βίας στα ΜΜΕ, είτε αυτή αφορά σε ψυχαγωγικό περιεχόμενο όπως τα βιντεοπαιχνίδια και ο κινηματογράφος, είτε στην ενημέρωση.
Εν προκειμένω τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά και ξεκάθαρα: όσο περισσότερο οι άνθρωποι παρακολουθούν τη βία στα μέσα ενημέρωσης, τόσο πιο επιθετικοί γίνονται γιατί αυξάνεται η γνωστική προσβασιμότητα σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι η βία ενεργοποιείται στη μνήμη και γίνεται έτοιμη να καθοδηγήσει τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Πρόσθετα, όπως αποδείχθηκε σε έρευνες του 1994 και 2006, επάγεται απευαισθητοποίηση για τη βία. Δηλαδή τη συνηθίζουμε και τότε αρχίζουμε να την κατανοούμε ως μία φυσιολογική συνιστώσα της ζωής. Προοδευτικά την αποδεχόμαστε και είναι περισσότερο πιθανό ότι θα συμπεριφερθούμε πολύ επιθετικά ως απάντηση σε οποιαδήποτε σύγκρουση.
Το δεύτερο επίπεδο περιλαμβάνει την καθημερινή τριβή που δημιουργείται από τη συμβίωση, όταν η επικοινωνία των ανθρώπων που μοιράζονται τους ίδους χώρους είναι προβληματική. Ακόμη την ενθάρρυνση της βίας από πρότυπα μεταξύ των συνομηλίκων όπως συμβαίνει στους εφήβους, ή στάσεις μέσα στο σπίτι που καθοδηγούνται από στερεότυπα για το ρόλο του φύλου ή από εσφαλμένες αντιλήψεις για τη διαπαιδαγώγηση. Για παράδειγμα τα παιδιά γονέων που καβγαδίζουν συχνά είναι πιο επιθετικά, ενώ σε μια μεγάλη μετα-ανάλυση του 2002 διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που λαμβάνουν σωματική τιμωρία από τους γονείς τους για αταξίες είναι μεν πιο πιθανό να συμμορφώνονται αμέσως, αλλά γίνονται πιο βίαια και επιδεικνύουν λιγότερη ικανότητα αυτοελέγχου της επιθετικότητας και χειρότερη ψυχική υγεία μακροπρόθεσμα (αυτό συμβαίνει γιατί αλλάζουν μεν τη συμπεριφορά τους για εξωτερικούς λόγους αλλά δεν εσωτερικεύουν πραγματικά τους κανόνες καλής συμπεριφοράς).
Στο επίπεδο της κοινότητας αναζητούμε στους παράγοντες για τη βία την αυξημένη οικιακή κινητικότητα (όταν οι άνθρωποι δεν διαμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια συγκεκριμένη κατοικία αλλά μετακινούνται πολλές φορές), την ετερογένεια (πολύ διαφορετικοί πολιτισμοί χωρίς συγκολλητικά ήθη και έθιμα), την αυξανόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα, τα επίπεδα ανεργίας, την κοινωνική απομόνωση και την αποξένωση.
Στο επίπεδο της κοινωνίας διακρίνουμε παράγοντες που δημιουργούν ένα αποδεκτό κλίμα για τη βία, ή μειώνουν τις αναστολές έναντι της βίας, ή τέλος δημιουργούν και διατηρούν κενά μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας. Για παράδειγμα, πολιτισμικούς κανόνες που υποστηρίζουν τη βία ως δεκτό τρόπο επίλυσης συγκρούσεων, ή θεωρούν συμπεριφορές όπως η αυτοκτονία ως ζητήματα ατομικής επιλογής αντί ως βίαιες πράξεις που μπορούν να προληφθούν· Και βέβαια τον αρσενικό κώδικα που υποθάλπτει την ανδρική κυριαρχία επί των γυναικών και των παιδιών· κανονικοποιήσεις της χρήσης υπερβολικής βίας από τα σώματα ασφάλειας· και ιδεολογίες που προκρίνουν την πολιτική σύγκρουση ή την αμφισβήτηση της αξίας των άλλων πολιτισμών ή θρησκειών.
Τέλος, ενδιαφέρουσες επιστημονικές παρατηρήσεις που συνδέουν την ανθρώπινη συμπεριφορά με την κλιματική αλλαγή ίσως εξηγούν σε κάποιο βαθμό την αύξηση της βίας και δείχνουν το μέλλον. Συγκεκριμένα, το 2017 οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η θερμοκρασία περιβάλλοντος μεταβάλλει όχι μόνο την τεστοστερόνη (ορμόνη που γνωρίζαμε ότι συσχετίζεται με την επιθετική συμπεριφορά και εξηγεί την πιο βίαια ανδρική φύση) αλλά και την ποσότητα της σεροτονίνης (ενός νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο που αφορά μεταξύ άλλων στη λειτουργία του άγχους και της διάθεσης). Το θερμότερο κλίμα αυξάνει την τεστοστερόνη και τη σεροτονίνη, με συνέπεια μεγαλύτερη επιθετικότητα και παρορμητικότητα. Πράγματι, καθώς διαδέχεται το καλοκαίρι την άνοιξη, τα κρούσματα σεξουαλικής και ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται τυπικά κατά 12%. Οι προβλέψεις είναι ότι η αύξηση κατά 2 βαθμούς Κελσίου στην παγκόσμια μέση θερμοκρασία θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό βίαιων εγκλημάτων κατά 3% σε εύκρατες περιοχές όπως η Ευρώπη.