Υπογράφει:

Δημήτρης Παπαδημητριάδης

Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Διεθνή Πολιτική Υγείας στο London School of Economics (LSE). Εξειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική και στην Ψυχοθεραπεία στο Λονδίνο (Royal Free Hospital & UCL School of Medicine, Halliwick Personality Disorder Service) και στην Αθήνα (Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής, Περιφ. Γενικό Νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”).Συμμετείχε στο πρόγραμμα Γνωσιακής Θεραπείας για τις Διαταραχές Άγχους του Beck Institute for Cognitive Behavior Therapy που ίδρυσε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ ο θεμελιωτής της γνωσιακής θεραπείας Dr. Aaron T. Beck.Έχει βραβευτεί για δραστηριότητές του με ειδικά τιμητικά διπλώματα από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, την Επιστημονική Εταιρεία Γενικής Ιατρικής, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Μη-Κυβερνητικών Οργανώσεων, την Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 2004 και με το Βραβείο “Κοινωνία των Πολιτών” των Δημοσιογράφων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΡΑ).Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Ιατρικής (EMSA) με έδρα τις Βρυξέλλες και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Φοιτητών Ιατρικής Ελλάδας (ΕΕΦΙΕ).Σήμερα εργάζεται ως ιδιώτης ψυχίατρoς – ψυχοθεραπευτής και συμμετέχει σε δράσεις ακτιβισμού για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Λαμβάνει μέρος σε επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και παραχωρεί ομιλίες για την ενημέρωση σε ζητήματα ψυχικής υγείας, όλο το χρόνο, με έμφαση στην καταπολέμηση του στίγματος.

Αντικαταθλιπτικά: 4 μύθοι και αλήθειες για την εξάρτηση

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα αποτελούν βασικό εργαλείο στη θεραπεία της κατάθλιψης και άλλων ψυχικών διαταραχών. Ωστόσο, γύρω από τη χρήση τους έχουν δημιουργηθεί πολλοί μύθοι και παρανοήσεις, που συχνά προκαλούν σύγχυση στους ασθενείς και τους συγγενείς τους. Η κατανόηση της αλήθειας πίσω από αυτά τα φάρμακα είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική διαχείριση της κατάθλιψης και των διαταραχών άγχους.

Μύθος 1: Τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν εξάρτηση

Ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους είναι ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν εξάρτηση, όπως συμβαίνει με τα ηρεμιστικά και υπνωτικά φάρμακα, ή τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των αντικαταθλιπτικών δεν δημιουργεί εθισμό. Αν και ορισμένα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν κάποια σωματική εξάρτηση, αυτό δεν ισχύει για τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά.

Η διακοπή των αντικαταθλιπτικών μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα απόσυρσης, αλλά αυτά είναι συνήθως προσωρινά και όχι επικίνδυνα, ενώ δεν σχετίζονται με στερητικά συμπτώματα.

Η σωστή καθοδήγηση από ψυχίατρο μπορεί να βοηθήσει στην ομαλή διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής. Επίσης, η διάρκεια της θεραπείας και οι προτεινόμενες δόσεις είναι μελετημένες ώστε να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο εμφάνισης τέτοιων συμπτωμάτων.

Είναι σημαντικό να σημειώσω ότι η σωματική εξάρτηση δεν είναι το ίδιο με την ψυχική εξάρτηση. Η ψυχική εξάρτηση, που μπορεί να προκύψει από τη χρήση τους, δεν έχει τις ίδιες συνέπειες με τη σωματική εξάρτηση από άλλες ουσίες. Οι ασθενείς συχνά φοβούνται την ιδέα της εξάρτησης, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η σωστή χρήση τους είναι ευεργετική.

Συνολικά, η αντίληψη ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν εξάρτηση είναι παραπλανητική και μπορεί να αποτρέψει τους ανθρώπους από την αναζήτηση της απαραίτητης βοήθειας. Η ενημέρωση και η εκπαίδευση γύρω από αυτά τα φάρμακα είναι κρίσιμες για την καταπολέμηση αυτής της παρανόησης.

Μύθος 2: Όλοι οι ασθενείς χρειάζονται αντικαταθλιπτικά

Ένας άλλος μύθος που κυριαρχεί είναι ότι όλοι οι ασθενείς με κατάθλιψη πρέπει να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά. Αν και αυτά τα φάρμακα είναι αποτελεσματικά για πολλούς ανθρώπους, δεν είναι η μόνη θεραπευτική επιλογή.

Η κατάθλιψη είναι μια σύνθετη διαταραχή που απαιτεί εξατομικευμένη προσέγγιση. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να ωφεληθούν περισσότερο από την ψυχοθεραπεία – ιδίως τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία – ή άλλες εναλλακτικές θεραπείες.

Η απόφαση για τη χρήση αντικαταθλιπτικών πρέπει να λαμβάνεται σε συνεργασία με τον ψυχίατρο και να βασίζεται σε διάφορους παράγοντες, όπως η σοβαρότητα των συμπτωμάτων, η πορεία της νόσου, το ατομικό ιστορικό και οι προτιμήσεις του ασθενούς. Επίσης, οι ασθενείς με ήπια μορφή κατάθλιψης μπορεί να βρουν ανακούφιση μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής, όπως η άσκηση και η υγιεινή διατροφή.

Η ψυχοθεραπεία, όπως η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική για πολλούς ασθενείς και μπορεί να προσφέρει μακροχρόνια οφέλη χωρίς την ανάγκη φαρμακευτικής αγωγής. Αλλά ο συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή για ορισμένους ανθρώπους, μολονότι αυτό εξαρτάται από τις ατομικές συνθήκες.

Είναι λοιπόν σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η θεραπεία της κατάθλιψης δεν περιορίζεται μόνο στη φαρμακευτική αγωγή. Η εξατομικευμένη προσέγγιση και η συνεργασία με επαγγελματίες υγείας είναι καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική διαχείριση της νόσου.

Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εξάρτηση

Μύθος 3: Τα αντικαταθλιπτικά λειτουργούν αμέσως

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα αντικαταθλιπτικά θα προσφέρουν άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη, καθώς τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά χρειάζονται χρόνο για να αναπτύξουν την πλήρη δράση τους. Συνήθως, οι ασθενείς αρχίζουν να παρατηρούν βελτίωση μετά από δύο έως τέσσερις εβδομάδες χρήσης του φαρμάκου.

Αυτός ο χρόνος αναμονής μπορεί να είναι απογοητευτικός για πολλούς, ειδικά όταν οι ασθενείς προσδοκούν γρήγορη υποχώρηση των συμπτωμάτων τους. Είναι σημαντικό να διατηρούν οι ασθενείς την υπομονή τους και να παρακολουθούν τις οδηγίες του ιατρού τους. Ορισμένα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν να υποχωρούν νωρίτερα, ενώ άλλα μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο.

Επιπλέον, η δόση του φαρμάκου μπορεί να χρειαστεί προσαρμογή κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Η συνεργασία με τον ψυχίατρο είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι ο ασθενής λαμβάνει την κατάλληλη δόση και το σωστό φάρμακο για τις ανάγκες του. Η ανοιχτή επικοινωνία είναι κρίσιμη για την επιτυχία της θεραπείας.

Συνολικά, η κατανόηση του χρόνου που απαιτείται για την επίδραση των αντικαταθλιπτικών είναι σημαντική για τη διαχείριση των προσδοκιών και την αποφυγή απογοήτευσης. Η υπομονή και η συνεργασία με τους επαγγελματίες υγείας είναι οι βασικοί παράγοντες για μια επιτυχημένη θεραπεία.

Μύθος 4: Η διακοπή των αντικαταθλιπτικών είναι αδύνατη ή επικίνδυνη

Ένας τελευταίος μύθος που αξίζει να συζητηθεί είναι ότι η διακοπή των αντικαταθλιπτικών είναι δύσκολη ή επικίνδυνη και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες ή την επιστροφή στο αρχικό πρόβλημα. Ενώ είναι αλήθεια ότι η διακοπή μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα απόσυρσης, αυτά είναι συνήθως ήπια και προσωρινά. Η σωστή διαδικασία διακοπής περιλαμβάνει σταδιακή μείωση της δόσης υπό την καθοδήγηση του γιατρού.

Είναι σημαντικό να μην προσπαθήσει κανείς να σταματήσει τη θεραπεία χωρίς τη συμβουλή του ειδικού. Η απότομη διακοπή μπορεί να οδηγήσει πράγματι σε υποτροπή των συμπτωμάτων, και να διακινδυνεύσει την ψυχική υγεία του ασθενούς. Η σταδιακή μείωση της δόσης είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ο ασθενής θα παραμείνει σταθερός.

Τελικά, η σωστή διαχείριση της διακοπής των αντικαταθλιπτικών είναι κρίσιμη για την αποφυγή κάθε δυσάρεστης συνέπειας. Η συνεργασία με τον ψυχίατρο και η κατανόηση της διαδικασίας θα βοηθήσουν τους ασθενείς να κάνουν αυτή τη μετάβαση σωστά και με ασφάλεια.

Βιβλιογραφία
Baldwin, D. S., Montgomery, S. A., Nil, R., & Lader, M. (2007). Discontinuation symptoms in depression and anxiety disorders. *International Journal of Neuropsychopharmacology*, 10(1), 73-84.
Fava, G. A., & Belaise, C. (2018). Discontinuing Antidepressant Drugs: A Clinician’s Guide. *CNS Drugs*, 32, 1-12.
Maund, E., Stuart, B., Moore, M., & Dowrick, C. (2019). Managing antidepressant discontinuation: a systematic review. *The Annals of Family Medicine*, 17(1), 52-60.
Rosenbaum, J. F., Fava, M., Hoog, S. L., Ascroft, R. C., & Krebs, W. B. (1998). Selective serotonin reuptake inhibitor discontinuation syndrome: a randomized clinical trial. *Biological Psychiatry*, 44(2), 77-87.
Tint, A., Haddad, P. M., & Anderson, I. M. (2008). The effect of rate of antidepressant tapering on the incidence of discontinuation symptoms: a randomized study. *Journal of Psychopharmacology*, 22(3), 330-332.
Facebook
LinkedIn
X
Email

Περισσότερα άρθρα