Η αναπάντεχη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, φέρνει στο προσκήνιο καίρια ερωτήματα σχετικά με τη σύγχρονη πολιτική ψυχολογία και τη σχέση του ψηφοφόρου με τον λαϊκισμό. Γιατί, λοιπόν, εν έτει 2024, οι πολίτες εξακολουθούν να επηρεάζονται από λαϊκιστικές ρητορικές και να επιλέγουν ηγεσίες που υπόσχονται “εύκολες λύσεις”;
Ο ψυχολογικός μηχανισμός του λαϊκισμού
Ο λαϊκισμός αντλεί τη δύναμή του από την απλοποίηση και την άμεση συναισθηματική ανταπόκριση που προκαλεί. Η λαϊκιστική ρητορική τείνει να κατασκευάζει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο “καλό” (ο λαός) και στο “κακό” (το κατεστημένο, οι ελίτ), γεγονός που δημιουργεί ένα δίπολο στο οποίο ο ψηφοφόρος ταυτίζεται με την “καλή” πλευρά. Αυτή η απλοϊκή διαίρεση του κόσμου ενισχύει την αίσθηση ότι ο ψηφοφόρος συμμετέχει σε μια συλλογική μάχη εναντίον όσων θεωρούνται υπεύθυνοι για τις δυσκολίες του.
Ο ψυχολόγος πολιτικής επικοινωνίας Drew Westen, στο βιβλίο του The Political Brain, εξηγεί ότι οι επιλογές των ψηφοφόρων συνδέονται περισσότερο με τα συναισθήματα και όχι τόσο με τη λογική επεξεργασία των γεγονότων. Η στρατηγική του Τραμπ, όπως και άλλων λαϊκιστών ηγετών, περιλαμβάνει την ενίσχυση του φόβου, της αγανάκτησης και της αίσθησης ότι το σύστημα είναι “στημένο” εναντίον των απλών ανθρώπων. Τα συναισθήματα αυτά είναι πολύ ισχυρά και μπορούν να υπερισχύσουν των λογικών επιχειρημάτων που συνήθως προβάλλουν οι κεντρώοι ή μετριοπαθείς υποψήφιοι, όπως η Κάμαλα Χάρις.
Έτσι, οι απλουστευτικές διακηρύξεις, όπως το “America First” και οι υποσχέσεις για άμεση οικονομική ανάκαμψη μέσω προστατευτισμού “Make America Great Again”, που απευθύνονται στο συναίσθημα, επισκίασαν τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα της Χάρις για στρατηγικές που προωθούν βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη με μακροπρόθεσμες λύσεις στα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους.
Η ψυχολογία του ψηφοφόρου και οι ανασφάλειες της σύγχρονης εποχής
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα σε πολλαπλά επίπεδα – οικονομική αστάθεια, κοινωνική ανισότητα, κλιματική κρίση, και ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις που εντείνουν το άγχος για το μέλλον. Ο ψηφοφόρος, βιώνοντας ανασφάλεια, τείνει να στρέφεται σε ηγέτες που του προσφέρουν την ψευδαίσθηση της σταθερότητας και της δύναμης. Οι λαϊκιστές ηγέτες, όπως ο Τραμπ, εκμεταλλεύονται αυτή την αβεβαιότητα με υποσχέσεις για άμεση αποκατάσταση και επαναφορά στην “παλιά καλή εποχή”.
Αυτή η προσέγγιση έχει μελετηθεί και από τον ειδικό της κοινωνικής ψυχολογίας Erich Fromm, ο οποίος στο έργο του The Fear of Freedom αναλύει το πώς οι άνθρωποι που βρίσκονται σε κατάσταση αβεβαιότητας, προτιμούν να θυσιάζουν ορισμένες ελευθερίες τους υπέρ μιας μορφής σταθερότητας και προστασίας, την οποία προσφέρουν συχνά οι αυταρχικοί ηγέτες. Ο Τραμπ, με τη ρητορική του περί εθνικής κυριαρχίας και το σλόγκαν “America First”, καλλιεργεί το αίσθημα υπερηφάνειας και υπεράσπισης του αμερικανικού έθνους, παρέχοντας στους ψηφοφόρους του έναν ανακουφιστικό, έστω και ανειλικρινή, λόγο.
Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και η άνοδος της παραπληροφόρησης
Τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ως καταλύτης για τη διάδοση και την ενίσχυση του λαϊκισμού. Η παραπληροφόρηση και η εσκεμμένη διασπορά ψευδών ειδήσεων δίνουν στον λαϊκιστή ηγέτη την ευκαιρία να ενισχύσει τις προκαταλήψεις των ψηφοφόρων του. Ουσιαστικά, πολλοί ψηφοφόροι εγκλωβίζονται σε “ηχοθαλάμους” (echo chambers), όπου ακούν μόνο όσα συμφωνούν με τις υπάρχουσες πεποιθήσεις τους. Ο Jonathan Haidt, διακεκριμένος ψυχολόγος, έχει περιγράψει αυτό το φαινόμενο στο βιβλίο του The Righteous Mind, επισημαίνοντας ότι οι ψηφοφόροι ακολουθούν ενστικτωδώς τις “φυλές” τους, επηρεαζόμενοι περισσότερο από τα συναισθήματά τους και λιγότερο από την ορθολογική σκέψη.
Οι λαϊκιστές πολιτικοί εκμεταλλεύονται αυτό το φαινόμενο, διασπείροντας θεωρίες συνωμοσίας και καλλιεργώντας την καχυποψία απέναντι στα μέσα ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο τροφοδοτούν την αίσθηση ότι “οι ψηφοφόροι ξέρουν την αλήθεια” που “δεν λένε τα ΜΜΕ”. Αυτή η συνεχής επανάληψη δημιουργεί πεποιθήσεις που εδραιώνονται σε μεγάλο βάθος και οι οποίες δύσκολα ανατρέπονται, ακόμα και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που μπορεί να καταρρίπτουν ολότελα τις εν λόγω θεωρίες.
Η δύναμη της πολιτικής ταυτότητας και η ενίσχυση της πόλωσης
Ο ψυχολόγος πολιτικής επικοινωνίας George Lakoff υπογραμμίζει τη σημασία της ταυτότητας στη διαμόρφωση των πολιτικών αντιλήψεων. Η πολιτική ταυτότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προσωπική ταυτότητα του ατόμου, και οποιαδήποτε απειλή σε αυτήν την ταυτότητα, όπως η κριτική για τον ηγέτη της επιλογής του, βιώνεται ως προσωπική επίθεση. Για πολλούς υποστηρικτές του Τραμπ, η πολιτική του φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια άποψη, αλλά κομμάτι του ποιοι είναι.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πόλωση εντείνεται και η προσέγγιση της Χάρις ως μιας λογικής και ενωτικής υποψήφιας μπορεί να φαντάζει ανεπαρκής. Οι υποστηρικτές του Τραμπ βλέπουν στις επιθέσεις προς εκείνον μια επίθεση στον ίδιο τους τον εαυτό, και η ψήφος γίνεται μια μορφή αντίστασης, μια πράξη προστασίας της ταυτότητάς τους.
Η επανεκλογή του Τραμπ αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της λαϊκιστικής ρητορικής, ακόμα και σε μια εποχή όπου η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι ευρεία. Το ψυχολογικό προφίλ της ψήφου για τον Τραμπ δείχνει ότι οι πολιτικές επιλογές συνδέονται στενά με τις συναισθηματικές αντιδράσεις, την αίσθηση της ταυτότητας, και την ανάγκη για σταθερότητα σε περιόδους κρίσης. Ο λαϊκισμός προσφέρει στους ψηφοφόρους ένα ασφαλές πλαίσιο και απλές λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα, κάνοντάς τους να παραβλέπουν τις αδυναμίες του προτεινόμενου μοντέλου πολιτικής.
Βιβλιογραφία
- Fromm, E. (1941). The Fear of Freedom. New York: Farrar & Rinehart.
- Haidt, J. (2012). The Righteous Mind: Why Good People Are Divided by Politics and Religion. New York: Pantheon Books.
- Lakoff, G. (2002). Moral Politics: How Liberals and Conservatives Think. Chicago: University of Chicago Press.
- Westen, D. (2008). The Political Brain: The Role of Emotion in Deciding the Fate of the Nation. New York: PublicAffairs.