Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την απαγόρευση χρήσης κοινωνικών δικτύων από παιδιά κάτω των 15 ετών μέσω ελέγχου ηλικίας, βασισμένου στο μητρώο πολιτών, έχει προκαλέσει εκτεταμένες συζητήσεις. Στόχος αυτής της πολιτικής είναι να προστατευθούν τα παιδιά από τις αρνητικές επιπτώσεις της ψηφιακής ζωής, ωστόσο η αποτελεσματικότητα και οι ηθικές προεκτάσεις αυτής της παρέμβασης εγείρουν σοβαρά ερωτήματα. Είναι η απαγόρευση η κατάλληλη λύση ή μήπως δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει;
Η ψυχολογική οπτική
Τα κοινωνικά δίκτυα παίζουν έναν διττό ρόλο στη ζωή των ανηλίκων. Από τη μία πλευρά, ενισχύουν την κοινωνική σύνδεση και τη δημιουργική έκφραση. Από την άλλη, οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί. Μελέτες έχουν δείξει ότι η υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνδέεται με άγχος, κατάθλιψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση, ιδίως στα κορίτσια (Twenge et al., 2018). Η έκθεση σε διαδικτυακό εκφοβισμό και η σύγκριση με ιδανικές, αλλά συχνά μη ρεαλιστικές, εικόνες μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ψυχική υγεία.
Αλλά η απαγόρευση της πρόσβασης μπορεί να έχει άλλες, λιγότερο εμφανείς συνέπειες. Τα κοινωνικά δίκτυα, όσο αμφιλεγόμενα κι αν είναι, αποτελούν για τα παιδιά έναν καθρέφτη των κοινωνικών δυναμικών που αντιμετωπίζουν στον πραγματικό κόσμο. Με άλλα λόγια, τα προβλήματα που εμφανίζονται στα ψηφιακά περιβάλλοντα – όπως ο εκφοβισμός ή οι κοινωνικές συγκρίσεις – είναι προεκτάσεις της πραγματικής ζωής και όχι απλώς συνέπειες της ίδιας της τεχνολογίας.
Στη φάση της προεφηβείας και της εφηβείας, τα παιδιά αρχίζουν να εξερευνούν τον εαυτό τους μέσα από τις σχέσεις τους με τους άλλους. Ο Erik Erikson, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς της ανάπτυξης, περιέγραψε αυτή την περίοδο ως μια κρίσιμη φάση διαμόρφωσης ταυτότητας. Οι έφηβοι επιζητούν την αίσθηση ότι ανήκουν, πειραματίζονται με διαφορετικούς ρόλους και σχηματίζουν την αυτοεκτίμησή τους μέσα από την αναγνώριση και την αποδοχή που λαμβάνουν από τους συνομήλικούς τους.
Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν πλέον έναν από τους κύριους χώρους όπου συμβαίνουν αυτές οι διεργασίες. Η δυνατότητα να εκφράζονται, να μοιράζονται σκέψεις και να συνδέονται με συνομηλίκους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους. Για παράδειγμα, οι πλατφόρμες όπως το Instagram ή το TikTok προσφέρουν χώρο δημιουργικής έκφρασης και ευκαιρίες για κοινωνική επικύρωση, που είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αυτοπεποίθηση ενός εφήβου μέσα στη υπερσυνδεδεμένη, σημερινή πραγματικότητά μας.
Η απόφαση να αποκλείσουμε τα παιδιά από αυτά τα περιβάλλοντα μπορεί να φαίνεται προστατευτική, αλλά στην πραγματικότητα τα αποστερεί από μια κρίσιμη ευκαιρία να μάθουν πώς να διαχειρίζονται αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις. Στην ψυχολογία, η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας (resilience) αναφέρεται στην ικανότητα να αντιμετωπίζουμε και να ξεπερνάμε δύσκολες καταστάσεις. Η αλληλεπίδραση με τα κοινωνικά δίκτυα, όταν γίνεται υπό κατάλληλη καθοδήγηση, είναι μια μορφή εξάσκησης για την ανάπτυξη αυτής της ανθεκτικότητας.
Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί μαθαίνει να αγνοεί ή να διαχειρίζεται προσβλητικά σχόλια στο διαδίκτυο, αναπτύσσει δεξιότητες συναισθηματικής αυτορρύθμισης. Παράλληλα, μαθαίνει να ξεχωρίζει τις αληθινές σχέσεις από τις επιφανειακές, κάτι που είναι κρίσιμο για τη μετέπειτα ζωή του. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να έχουν εδώ ένα καθοριστικό ρόλο, διδάσκοντας τα παιδιά πώς να αναγνωρίζουν και να απορρίπτουν μη ρεαλιστικές συγκρίσεις, πως να διαχειρίζονται τον χρόνο που περνούν στο διαδίκτυο και πως να αναγνωρίζουν τους κινδύνους. Αυτό θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη διαδικασία σε σχέση με μία ορίζοντα απαγόρευση της χρήσης.
Επιπλέον, σε μια εποχή όπου τα κοινωνικά δίκτυα είναι κεντρικά για την επικοινωνία και τη συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες, η αποκοπή από αυτά αναμένεται εύλογα ότι θα δημιουργήσει ένα αίσθημα αποκλεισμού σε εκείνα τα εκείνα τα παιδιά των οποίων οι γονείς θα εφαρμόσουν το ψηφιακό “οικογενειακό πορτοφόλι” σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Για παράδειγμα, ένα παιδί που δεν θα έχει πρόσβαση στα κοινωνικά δίκτυα θα αισθανθεί ότι χάνει την επαφή με την τάξη του, ότι απομονώνεται από ομαδικές συνομιλίες ή ότι δεν είναι σε θέση να συμμετέχει σε συζητήσεις που βασίζονται σε κοινά ενδιαφέροντα.
Η οικογενειακή διάσταση
Η προσέγγιση της απαγόρευσης ίσως ικανοποιεί ένα δεκτικό κοινό ανήσυχων γονέων, αλλά βασίζεται στην υπόσχεση ότι η αφαίρεση της πρόσβασης θα λύσει τα προβλήματα. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για μία προσέγγιση που παρακάμπτει τον κρίσιμο ρόλο της οικογένειας και της παιδείας. Το μέτρο μπορεί να οδηγήσει σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, αφήνοντας γονείς και εκπαιδευτικούς να πιστεύουν ότι η ευθύνη για την προστασία των παιδιών ανήκει αποκλειστικά στο κράτος ή στις τεχνολογικές πλατφόρμες.
Η πραγματική απάντηση βρίσκεται στην εκπαίδευση. Τα παιδιά πρέπει να διδαχθούν πώς να χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα υπεύθυνα, πως να διαχειρίζονται την έκθεση σε αρνητικά σχόλια και πως να προστατεύουν την ιδιωτικότητά τους. Ακόμη χρειάζεται η ένταξη της τεχνολογίας στο σχολείο με ένα γόνιμο τρόπο, αντί για τη δαιμονοποίησή της, όπως για παράδειγμα με εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα που συμπληρώνουν το μάθημα. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, για το οποίο οι πολιτικοί χρειάζεται να ιδρώσουν πολύ περισσότερο τις φανέλες τους. Παράλληλα, οι γονείς χρειάζονται καθοδήγηση για να κατανοήσουν τον ψηφιακό κόσμο και να δημιουργήσουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, όπου τα παιδιά θα νιώθουν άνετα να μοιράζονται τις εμπειρίες και τους φόβους τους.
Η πολιτική διάσταση
Η χρήση του μητρώου πολιτών για τον έλεγχο ηλικίας θέτει σοβαρά ερωτήματα για την ιδιωτικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ιδέα ότι η κυβέρνηση ή οι εταιρείες θα έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα παιδιών και οικογενειών δημιουργεί εύλογες ανησυχίες. Αυτή η πρακτική ενδέχεται να ανοίξει τον δρόμο για ακόμη περισσότερο αυταρχικές μορφές ελέγχου και παρακολούθησης, και ίσως υπονομεύει τη δημοκρατική αρχή της προστασίας της ιδιωτικής ζωής – ενώ την ίδια στιγμή θα μαθαίνουμε στα παιδιά από νωρίς ότι το κράτος επιτρέπεται να περιορίζει ελευθερίες.
Παράλληλα, υπάρχει και το ζήτημα της εφαρμοσιμότητας. Μια τέτοια αυστηρή πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση, με παιδιά από λιγότερο προνομιούχες οικογένειες να βρίσκονται περισσότερο εκτεθειμένα σε κοινωνικό αποκλεισμό. Επιπλέον, τα παιδιά που είναι ευρηματικά, μέσα από τη γοητεία του απαγορευμένου πιθανότατα θα βρουν τρόπους να παρακάμψουν τους περιορισμούς, ενδεχομένως μέσω μη ασφαλών ή ανεξέλεγκτων καναλιών (για παράδειγμα με δανεικές ψηφιακές ταυτότητες πρόθυμων ενηλίκων, με κρυφές δεύτερες συσκευές που θα τους προμηθεύουν επιτήδειοι, κ.ο.κ.).
Μια εναλλακτική προσέγγιση
Αντί για περιορισμούς που βασίζονται στον έλεγχο και την παρακολούθηση με μάλλον αυταρχικά μέτρα, η λύση βρίσκεται στην ενίσχυση της ψηφιακής παιδείας. Η πολιτεία, σε συνεργασία με τις οικογένειες και τα σχολεία, πρέπει να προωθήσει προγράμματα εκπαίδευσης που θα βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτύξουν κριτική σκέψη και ανθεκτικότητα. Παράλληλα, η πολιτεία οφείλει να εγκαταλείψει τη φιλελεύθερη πολιτική του λίγο – πολύ ανεξέλεγκτου επιχειρείν και να συγκρουστεί με τις τεχνολογικές εταιρείες ώστε να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη δημιουργώντας ασφαλή ψηφιακά περιβάλλοντα για τους ανηλίκους.
Οι πολιτικές «προστασίας μέσω περιορισμού» μπορεί να φαίνονται δελεαστικές και αρεστές σε συγκεκριμένα ιδεολογικά ακροατήρια, αλλά συχνά καταλήγουν να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύουν. Η πραγματική προστασία των παιδιών απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση, που συνδυάζει την εκπαίδευση, την υποστήριξη και την συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Συμπέρασμα
Η συζήτηση για τα κοινωνικά δίκτυα και την προστασία των παιδιών είναι μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητές μας ως κοινωνία. Αντί να επενδύουμε σε περιοριστικά ή τιμωρητικά μέτρα που αποδυναμώνουν την αυτονομία και την εμπιστοσύνη, πρέπει να προωθήσουμε λύσεις που ενισχύουν την εκπαίδευση, την ψυχική ανθεκτικότητα και την κοινωνική ένταξη. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να προετοιμάσουμε τα παιδιά για τον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο, χωρίς να θυσιάζουμε τις δημοκρατικές αξίες και τα δικαιώματά τους.
Βιβλιογραφία
Twenge, J. M., Martin, G. N., & Campbell, W. K. (2018). Decreases in Psychological Well-Being Among American Adolescents After 2012 and Links to Screen Time During the Rise of Smartphone Technology. Emotion, 18(6), 765–780.
Livingstone, S., & Third, A. (2017). Children and young people’s rights in the digital age: An emerging agenda. New Media & Society, 19(5), 657–670.
Chassiakos, Y. R., Radesky, J., Christakis, D., Moreno, M. A., & Cross, C. (2016). Children and Adolescents and Digital Media. Pediatrics, 138(5), e20162593.
Sekalala S, Dagron S, Forman L, Meier BM. Analyzing the Human Rights Impact of Increased Digital Public Health Surveillance during the COVID-19 Crisis. Health Hum Rights. 2020 Dec;22(2):7-20.