Η μοναξιά, ένα αίσθημα που όλοι μας έχουμε νιώσει σε κάποια φάση της ζωής μας, είναι κάτι περισσότερο από μια παροδική συναισθηματική κατάσταση. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη εμπειρία που αγγίζει βαθιά τη φύση μας ως κοινωνικά όντα. Δεν αποτελεί απλώς ένα βίωμα, αλλά παράγοντα που επηρεάζει την ψυχική και τη σωματική μας υγεία, καθώς και τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τον κόσμο γύρω μας.
Ο όρος “μοναξιά” συχνά συγχέεται με την απομόνωση. Ωστόσο, η μοναξιά δεν προκύπτει απαραίτητα από την έλλειψη φυσικής επαφής με άλλους ανθρώπους. Είναι μια υποκειμενική εμπειρία, η οποία συνδέεται περισσότερο με την αίσθηση ότι οι διαπροσωπικές σχέσεις μας δεν είναι αρκετά ποιοτικές ή βαθιές. Συμβαίνει ακόμη και όταν περιβαλλόμαστε από ανθρώπους. Πολλές φορές, εκείνοι που νιώθουν πιο μοναχικοί είναι όσοι βρίσκονται σε κοινωνικά περιβάλλοντα όπου η αλληλεπίδραση είναι επιφανειακή ή ανειλικρινής.
Η επίδραση της μοναξιάς στην ψυχική υγεία είναι βαθιά και συχνά υποτιμάται. Έρευνες δείχνουν ότι η χρόνια μοναξιά σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Ο εγκέφαλος, σε καταστάσεις μοναξιάς, τείνει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον ως απειλητικό, αυξάνοντας την υπερδιέγερση του συστήματος “μάχης ή φυγής” (fight or flight). Αυτό μπορεί να οδηγήσει ορισμένους ανθρώπους σε εύκολες κρίσεις πανικού ή σε διαταραχές ύπνου, μειωμένη συγκέντρωση και σε γενικευμένο συναίσθημα απελπισίας.
Σύμφωνα με δεδομένα από έρευνες, περίπου το 20-30% των ατόμων που βιώνουν χρόνια μοναξιά εμφανίζουν διαταραχές του άγχους ή της διάθεσης. Συγκεκριμένα, μια μετα-ανάλυση των Hawkley και Cacioppo (2010) έδειξε ότι η μοναξιά μπορεί να διπλασιάσει τον κίνδυνο εμφάνισης μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, ενώ περίπου το 40% των ανθρώπων που βιώνουν έντονη μοναξιά παρουσιάζουν συμπτώματα που συνδέονται με χρόνιο στρες ή κοινωνικό άγχος.
Οι συνέπειες, όμως, δεν περιορίζονται στην ψυχική διάσταση. Επιστημονικές μελέτες υπογραμμίζουν πως η μοναξιά μπορεί να έχει αντίκτυπο και στη σωματική μας υγεία. Ενδεικτικά, έρευνα του Holt-Lunstad και των συνεργατών της (2015) έδειξε ότι η μοναξιά και η κοινωνική απομόνωση αυξάνουν τον κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας κατά 26% και 29% αντίστοιχα. Παράλληλα, συνδέεται με καρδιαγγειακές παθήσεις, υπέρταση και εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος, πιθανότατα εξαιτίας της χρόνιας φλεγμονής που προκαλεί το συνεχές άγχος.
Η μοναξιά δεν περιορίζεται σε μία ηλικιακή ομάδα και μπορεί να επηρεάσει ανθρώπους όλων των ηλικιών, αν και εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους και έχει διαφορετικές συνέπειες ανάλογα με το στάδιο της ζωής. Στην τρίτη ηλικία, είναι συχνά αποτέλεσμα της απώλειας συντρόφων, της συνταξιοδότησης ή της μειωμένης κινητικότητας, που περιορίζουν τις ευκαιρίες για κοινωνική αλληλεπίδραση. Ωστόσο, η μοναξιά στους νεότερους προκύπτει από τις κοινωνικές συγκρίσεις, το αίσθημα ότι δεν είναι αποδεκτοί ή από την έλλειψη ουσιαστικών συνδέσεων σε έναν υπερσυνδεδεμένο κόσμο.
Παρότι οι συνέπειες της μοναξιάς, όπως η αύξηση του καθημερινού στρες, η επιδείνωση της ψυχικής υγείας και η σωματική εξασθένιση, εμφανίζονται σε όλες τις ηλικίες, είναι περισσότερο πιθανό να επηρεάσουν πιο έντονα τους ανθρώπους που βρίσκονται στην τρίτη φάση της ζωής, εξαιτίας της ήδη αυξημένης ευαλωτότητας τους. Ωστόσο, μελέτες δείχνουν ότι και οι νέοι μπορούν να υποφέρουν τα σοβαρά αποτελέσματά της, όπως αυξημένο κίνδυνο για κατάθλιψη και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, κάτι που υπογραμμίζει την ανάγκη πρόληψης και υποστήριξης σε κάθε φάση της ζωής.
Η προσέγγιση για την αντιμετώπισή της δεν είναι πάντα απλή. Ένας τρόπος να κατανοήσουμε τη μοναξιά είναι να τη δούμε ως ένα σήμα, παρόμοιο με την πείνα ή τη δίψα, που μας υπενθυμίζει την ανάγκη για συναισθηματική σύνδεση και αλληλεπίδραση. Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να την αποδεχτούμε ως μέρος της ανθρώπινης ύπαρξής μας και όχι ως κάτι ντροπιαστικό ή αρνητικό.
Η επανασύνδεση με τους άλλους, όμως, δεν προϋποθέτει μόνο την ποσότητα των κοινωνικών επαφών, αλλά κυρίως την ποιότητά τους. Για να μειωθεί η μοναξιά, χρειάζεται σχέσεις που χαρακτηρίζονται από εμπιστοσύνη, κατανόηση και αλληλοσεβασμό. Αυτές οι σχέσεις δεν είναι απαραίτητο να είναι πολλές – συχνά, μια βαθιά και ουσιαστική σύνδεση αρκεί για να αλλάξει ολόκληρη η οπτική μας για τη ζωή.
Η ενίσχυση των δεξιοτήτων επικοινωνίας, η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης και η ενεργητική ακρόαση είναι επίσης κρίσιμες και απολύτως εφικτές μέσω της ψυχοθεραπείας. Επιπλέον, η επαφή με τη φύση, η ενασχόληση με δημιουργικές δραστηριότητες και η συμμετοχή σε κοινότητες με κοινά ενδιαφέροντα έχουν δείξει ότι μπορούν να μειώσουν τη μοναξιά.
Η μοναξιά δεν είναι απλώς ένα μεμονωμένο συναίσθημα, αλλά ένας δείκτης για βαθύτερες ανάγκες που δεν έχουν εκπληρωθεί. Όταν την κατανοούμε και την αντιμετωπίζουμε με φροντίδα, μπορεί να γίνει η αφορμή για ουσιαστική αλλαγή και προσωπική ανάπτυξη.
Βιβλιογραφία
Holt-Lunstad, J., Smith, T. B., & Layton, J. B. (2015). Social relationships and mortality risk: A meta-analytic review. PLoS Medicine, 7(7), e1000316.
Cacioppo, J. T., & Patrick, W. (2008). Loneliness: Human nature and the need for social connection. W.W. Norton & Company.
Hawkley, L. C., & Cacioppo, J. T. (2010). Loneliness matters: A theoretical and empirical review of consequences and mechanisms. Annals of Behavioral Medicine, 40(2), 218–227.