Με αφορμή στον ιερέα που θέλει να μηνύσει ηθοποιούς για το φιλί τους επί σκηνής (αλλά και με πολλές άλλες αφορμές…), διερωτώμαι αν ορισμένοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί έχουν χάσει εντελώς την πνευματική πυξίδα τους.
Το ράσο δεν καλύπτει τα μάτια: Τα μάτια βλέπουν ότι τα γκέι παιδιά έχουν στρέιτ γονείς. Μεγαλώνουν σε στρείτ οικογένειες και έχουν στρέιτ πρότυπα. Κανείς δεν γίνεται γκέι επειδή βλέπει άλλους γκέι, ή γκέι συμπεριφορές, στην τηλεόραση. Γιατί υπήρχαν γκέι και πριν την τηλεόραση. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν γκέι σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς, ανάμεσα σε όλες τις ανθρώπινες θρησκείες και ναι …σε πολλά ακόμη είδη του ζωϊκού βασιλείου (ερευνητικά διαπιστωμένο σε τουλάχιστον 450 διαφορετικά), που εικάζω ότι δεν βλέπουν τηλεόραση.
Έχουν, δυστυχώς, βρεθεί πολλές φορές στη φροντίδα μου οικογένειες που μπερδεύτηκαν, ανακατεύτηκαν ή και διαλύθηκαν από σκληρές και δογματικές «καθοδηγήσεις» ιερέων. Για παράδειγμα γονείς που έλαβαν τη συμβουλή ότι τα γκέι παιδιά τους αντιβαίνουν τη Χριστιανική ηθική και χρειάζονται «μεταστροφή» (ότι πρέπει να γίνουν στρέιτ δηλ, μολονότι τέτοια «θεραπεία» δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και ούτε θα υπάρξει ποτέ – και αρμόδια να το τεκμηριώσει αυτό είναι η επιστήμη σήμερα και όχι η Εκκλησία). Χριστιανοί Ορθόδοξοι στους οποίους απαγορεύτηκε να μεταλαμβάνουν, υποψήφιοι νονοί που απορρίφθηκαν για τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους κ.ο.κ.
Ως ψυχίατρος δεν επικαλούμαι ειδικές γνώσεις για τους εκκλησιαστικούς κανόνες, που αποδέχομαι ότι είναι αρχαίοι και πολύ δύσκαμπτοι και στο τέλος της ημέρας συνιστούν ένα φιλοσοφικό σύστημα με το οποίο κανείς είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί. Αλλά νομίζω ότι έχω την απαραίτητη γνώση και εμπειρία για να γράψω ότι αυτή η αδιάλλακτη Εκκλησία (όπου υπάρχει) δεν έχει ενσυναίσθηση. Σε μία μερίδα ανθρώπων αυτή η Εκκλησία δεν δείχνει αγάπη αλλά ένα άσπλαχνο πρόσωπο που προκαλεί ατελείωτο πόνο.
Ως ψυχοθεραπευτής γνωρίζω ακόμη ότι οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας δεν συμβουλεύουμε ποτέ τον άνθρωπο που μας εμπιστεύεται πως να ζήσει τη ζωή του, τι να κάνει και τι να μην κάνει. Τον βοηθάμε να το ανακαλύψει ο ίδιος. Ίσως για αυτό δυσκολεύομαι να ερμηνεύσω πως ορισμένοι ιερείς λειτουργούν τόσο μα τόσο διαφορετικά από εμάς.
Υπάρχουν ωστόσο και φωτισμένοι κληρικοί, συνήθως πολύ μορφωμένοι και μετεκπαιδευμένοι (λαμβάνοντας εδώ υπόψη ότι ο μέσος όρος εισαγωγής στις εκκλησιαστικές ακαδημίες είναι εξαιρετικά χαμηλός, σχεδόν μονοψήφιος) – που επιλέγουν να μη δεσμεύονται από το σύνολο μίας φιλοσοφίας περασμένων αιώνων. Αισθάνομαι ότι δεν είναι ντροπή, ούτε βλάσφημο να το λέμε αυτό. Έχω τη χαρά να γνωρίζω τέτοιους ιεράρχες που δεν αποστηθίζουν και αναπαράγουν με στείρο τρόπο. Εκείνοι δεν απομακρύνονται από τη Χριστιανική ηθική, αλλά κρατούν την ουσία και επιχειρούν την εξέλιξη, αναγνωρίζοντας ότι η Εκκλησία μάς είναι απαραίτητη, αλλά την ίδια στιγμή ότι η κοινωνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός που επίσης εξελίσσεται. Όχι λοιπόν, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Χρειάζονται και άλλες δεξιότητες.