Η δολοφονία άλλης μιας γυναίκας, της Δώρας, από τον πρώην σύντροφό της εχθές στο Αγρίνιο, αλλά και της Γαρυφαλλιάς στην Πάτρα, αντιπροσωπεύουν την κορυφή μιας συνεχιζόμενης και επικίνδυνης παθολογίας που σχετίζεται με την ενδοοικογενειακή βία στη χώρα μας. Στο παρόν κοινωνικό μας πλαίσιο, όπου οι σχέσεις εξουσίας και η έννοια της “κυριότητας” πάνω στη σύντροφο εξακολουθούν να είναι έντονες, τέτοια περιστατικά παραμένουν συχνά (Dutton & Golant, 2003).
Μελέτες αποκαλύπτουν ότι οι άνδρες που δολοφονούν τις συντρόφους τους μετά τον χωρισμό είναι άνθρωποι με ιστορικό βίαιης ή ελεγκτικής συμπεριφοράς. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά τους είναι η ανάγκη για εξουσία πάνω στον άλλο, με στοιχεία ναρκισσισμού και αντικοινωνικής προσωπικότητας (Miller et al., 2007). Οι άνθρωποι με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά έχουν μια υπερβολικά διογκωμένη αίσθηση της αυτοεκτίμησής τους και συχνά εκλαμβάνουν την απόρριψη ως προσωπική επίθεση. Η αίσθηση εγκατάλειψης από την/τον σύντροφο τους εκλαμβάνεται ως προσβολή που διαταράσσει την αίσθηση της ισχύος και της κυριότητάς τους. Στις περιπτώσεις αντικοινωνικής προσωπικότητας, παρατηρείται έλλειψη ενσυναίσθησης, έντονη επιθετικότητα και τάση για χειριστική συμπεριφορά, στοιχεία που συμβάλουν στην επιθυμία του δράστη να βλάψει τον άλλο άνθρωπο από εκδίκηση για την απόρριψη (Widom & Wilson, 2015).
Επιπλέον, πολλοί από αυτούς τους δράστες εκδηλώνουν και συμπτώματα έντονης συναισθηματικής εξάρτησης. Σύμφωνα με τη θεωρία του κοινωνικού δεσμού, περί αυτοεκτίμησης, οι άνδρες που βασίζουν την αίσθηση της αξίας τους στη διατήρηση ενός σταθερού δεσμού μπορεί να αντιδρούν βίαια όταν αυτός ο δεσμός διακόπτεται (Serran & Firestone, 2004). Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο δράστης βλέπει την σύντροφό του ως προέκταση του εαυτού του, γεγονός που καθιστά την ιδέα της αποχώρησης του άλλου ανυπόφορη. Η απόρριψη σε τέτοιες περιπτώσεις δεν αντιλαμβάνεται απλώς ως απώλεια μιας σχέσης, αλλά ως πλήγμα στην ίδια την ταυτότητα του δράστη. Το αποτέλεσμα είναι μια επικίνδυνη συσσώρευση οργής και αγανάκτησης που μπορεί να οδηγήσει σε εμμονή με τη σύντροφο και σε ακραίες πράξεις βίας.
Πατριαρχική αντίληψη και επιβολή
Η πατριαρχική αντίληψη, που παραμένει βαθιά ριζωμένη σε πολλές κοινωνίες, συντηρεί την ιδέα ότι ο άνδρας πρέπει να έχει εξουσία ή έλεγχο επάνω στη σύντροφό του. Σε αυτό το πλαίσιο, η γυναίκα γίνεται συχνά. αντιληπτή ως “ιδιοκτησία” του άνδρα, και ο άνδρας δικαιούται να ελέγχει τη ζωή και τις επιλογές της. Η έννοια της “ιδιοκτησίας” είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση των στρεβλών πεποιθήσεων που οδηγούν ορισμένους άνδρες σε βίαιες πράξεις, καθώς υποστηρίζει μια μορφή δύναμης και εξουσίας που συνδέεται με την ανδρική ταυτότητα. Αυτή η θεώρηση της κυριότητας πάνω στον άλλο ενθαρρύνει τις επικίνδυνες συμπεριφορές τοξικής αρρενωπότητας, όπου ο άνδρας, αξιολογώντας ότι χάνει κάτι που θεωρεί ως δικό του, προσπαθεί να επανακτήσει τον “έλεγχο” με βίαιο τρόπο.
Αυτή η φαύλη ιδεολογία ενισχύεται από τα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα που εξακολουθούν να αναπαράγονται σε πολλές οικογένειες. Σε τέτοιες δομές, η εξουσία των ανδρών παρουσιάζεται ως φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμα. Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και της δολοφονίας πρώην συντρόφων μπορεί να ιδωθεί ως “επικύρωση” της πατριαρχικής πεποίθησης, δηλαδή ως η επιβολή μιας αναμενόμενης εξουσίας, που αμφισβητείται ή απειλείται.
Η πατριαρχική αντίληψη δεν επηρεάζει μόνο την ψυχολογία των δραστών αλλά και τον τρόπο που η κοινωνία αντιδρά σε τέτοια εγκλήματα. Τα θύματα συχνά κατηγορούνται έμμεσα για τις επιλογές τους, ενώ ο δράστης δικαιολογείται με βάση τα προσωπικά του βιώματα ή τις συναισθηματικές του αδυναμίες και εξαρτήσεις. Αυτή η στάση δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η βία γίνεται ανεκτή και ο δράστης δεν αναλαμβάνει πλήρη ευθύνη για τις πράξεις του, γεγονός που ενισχύει την επανάληψη τέτοιων συμπεριφορών.
Οι ηλικιακές διαφορές
Η συγκεκριμένη υπόθεση στο Αγρίνιο έχει όμως και μια άλλη διάσταση: την αντίδραση της κοινωνίας στη διαφορά ηλικίας μεταξύ του θύματος και του θύτη. Ενώ σε ορισμένες κοινωνίες η διαφορά ηλικίας δεν προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση, σε άλλες συνιστά ένα “πρόβλημα”, καθώς θίγει εδραιωμένα στερεότυπα και προκαταλήψεις. Πολλοί τείνουν να βλέπουν τις σχέσεις στις οποίες η γυναίκα είναι μεγαλύτερη ως “ασύμβατες” ή “αφύσικες”, ερμηνεύοντας αυτές τις σχέσεις με βάση παρωχημένες αντιλήψεις περί εξουσίας και ρόλων του φύλου. Σε μια κοινωνία όπου οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας συχνά παρουσιάζονται ως “ακατάλληλες” για νεότερους άνδρες, τέτοιες αντιδράσεις μπορεί να τροφοδοτήσουν συναισθήματα ανασφάλειας και δυσαρέσκειας, ιδιαίτερα σε άτομα με ήδη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Οι κοινωνικές αντιλήψεις γύρω από την ηλικιακή διαφορά δεν αφορούν απλά σε επιφανειακές προκαταλήψεις, αλλά μπορεί να επηρεάσουν την ίδια τη δυναμική της σχέσης και τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων ατόμων. Ειδικά όταν υπάρχει ιστορικό βίας, η ηλικιακή διαφορά είναι δυνατόν να εντείνει τις ανασφάλειες και τις τάσεις ελέγχου στον θύτη. Πράγματι, έρευνες δείχνουν ότι η ηλικιακή απόσταση μπορεί να πυροδοτήσει ζήλια και ανασφάλεια σε άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, καθώς το μεγαλύτερο ταίρι θεωρείται συχνά “πιο ώριμο” ή “έμπειρο” (Dalton, 2013). Στο συγκεκριμένο περιστατικό, η ηλικία της γυναίκας δεν είναι απλώς μια αριθμητική λεπτομέρεια, αλλά μια σημαντική παράμετρος που πιθανώς ενίσχυσε την ανάγκη του δράστη να επιβληθεί και να ελέγξει την πρώην σύντροφό του, που μάλιστα είχε τολμήσει να σκεφτεί μία συνέχεια στη ζωή της μακριά από εκείνον.
Οι ανάρμοστες αντιδράσεις της κοινής γνώμης
Η εστίαση της κοινής γνώμης στη διαφορά ηλικίας του θύματος με τον θύτη, ενδέχεται να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, απομακρύνοντας το ενδιαφέρον από τον πυρήνα του προβλήματος, που δεν είναι άλλος από τη βία και τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Η ίδια η κοινωνία, με την επιμονή της σε προκαταλήψεις περί ηλικίας, συμβάλλει στη διατήρηση ενός κλίματος κριτικής και καταδίκης απέναντι στις επιλογές των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα παραμελεί να απασχοληθεί με την ανάγκη για ουσιαστική παρέμβαση και στήριξη των γυναικών που βρίσκονται σε σχέσεις με ιστορικό βίας. Αντί λοιπόν η προσοχή να στρέφει την προσοχή της στην ηλικία, θα ήταν περισσότερο εποικοδομητικό να εξετάζουμε πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τα προληπτικά μέτρα και τις υπηρεσίες υποστήριξης για τα θύματα της βίας.
Είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι η συζήτηση για την ηλικία και άλλα επιφανειακά χαρακτηριστικά μιας σχέσης απομακρύνει το ενδιαφέρον από τον πυρήνα της συζήτησης, η οποία πρέπει να αφορά στα μοτίβα της συμπεριφοράς που συντηρούν την ανισότητα και την εξουσιαστική επιβολή στις σχέσεις.
Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, εκτός από νομικά και προληπτικά μέτρα, χρειάζεται μια βαθιά πολιτισμική αλλαγή. Η εκπαίδευση γύρω από τα δικαιώματα και την ισότητα των φύλων, καθώς και η εξάλειψη της πατριαρχικής αντίληψης είναι ζωτικής σημασίας. Η ενίσχυση των γυναικών και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας απέναντι στα θέματα έμφυλης βίας, ήδη από το σχολείο και μάλιστα από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, είναι απαραίτητα βήματα για να αποτραπούν μελλοντικές τραγωδίες και να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που προάγει την ισότητα και τον σεβασμό στη συντροφικότητα.
Βιβλιογραφία
Dalton, C. (2013). Age, Attraction, and Social Perceptions in Romantic Relationships. Psychology Press.
Dutton, D. G., & Golant, S. K. (2003). The Batterer: A Psychological Profile. Basic Books.
Serran, G. A., & Firestone, P. (2004). Intimate partner homicide: Risk assessment and safety planning. In Handbook of Forensic Psychology (pp. 101-115).
Widom, C. S., & Wilson, H. W. (2015). Intergenerational transmission of violence. In Encyclopedia of Interpersonal Violence.