Οι εκρήξεις θυμού των παιδιών και οι εντάσεις στην επικοινωνία με τους γονείς κατά την προεφηβεία και την εφηβεία. Η σημασία της έγκαιρης υποστήριξης.
Η προεφηβεία και η εφηβεία δεν είναι απλώς ηλικιακά στάδια· αποτελούν πολύπλευρες ψυχοσυναισθηματικές μεταβάσεις που αφορούν τόσο στο σώμα και τη σκέψη όσο και στον τρόπο με τον οποίο το παιδί σχετίζεται με τον εαυτό του και με τον κόσμο γύρω του. Κατά τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης περιόδου, το παιδί κινείται ανάμεσα στην εξάρτηση από τους γονείς και την επιθυμία για αυτονομία από εκείνους. Μέσα σε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, γεννιούνται εσωτερικές συγκρούσεις που συχνά παίρνουν έντονη, ακόμη και εκρηκτική μορφή, ιδιαίτερα στο περιβάλλον της οικογένειας. Ο θυμός, είτε εμφανίζεται ως κραυγή ή επιθετικότητα, είτε ως σιωπή, είτε ως συμπεριφορές που στρέφονται εναντίον του ίδιου του εαυτού, μαρτυράει την παρουσία μιας εσωτερικής αναστάτωσης που παλεύει να ακουστεί.
Εκρήξεις θυμού
Οι εκρήξεις θυμού σε αυτά τα αναπτυξιακά στάδια σπάνια είναι απλές αντιδράσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα. Συνήθως, αντανακλούν την αδυναμία του παιδιού να διαχειριστεί επαρκώς έντονες συναισθηματικές καταστάσεις όπως το άγχος. Ο εγκέφαλος του εφήβου, και ειδικά ο προμετωπιαίος – το μέρος που είναι λειτουργικά υπεύθυνο για την παρορμητικότητα και την ορθολογική σκέψη – βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή (Casey et al., 2008). Έτσι, η δυνατότητα για ρύθμιση του συναισθήματος είναι περιορισμένη, ενώ το σύστημα ανταμοιβής και η επιρροή των κοινωνικών σχέσεων λειτουργούν με μέγιστη ένταση.

Η δυσκολία αυτή επιτείνεται όταν το οικογενειακό πλαίσιο αδυνατεί να “κρατήσει” ψυχικά το παιδί. Όταν οι γονείς, αγωνιώντας να θέσουν όρια ή να διατηρήσουν τον έλεγχο, εμπλέκονται σε συγκρούσεις που εντείνουν αντί να εκτονώνουν την ένταση, τότε η επικοινωνία γίνεται εχθρική και καταλήγει κατακερματισμένη. Οι ερμηνείες των γονέων συχνά φιλτράρονται μέσα από φόβους ότι “το παιδί ξέφυγε”, ή ότι “θα χαθεί”, και όχι μέσα από βαθύτερη κατανόηση του τι συμβαίνει πραγματικά.
σταθερότητα δεν σημαίνει αυστηρότητα, ούτε η διαθεσιμότητα ενδοτικότητα
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επιθετικότητα του εφήβου λειτουργεί ως άμυνα απέναντι σε ασυνείδητα συναισθήματα ντροπής, ανασφάλειας ή ακόμη και θλίψης (Blos, 1967). Η σύγχρονη έρευνα στη συστημική και αναπτυξιακή ψυχολογία υπογραμμίζει ότι αυτές οι συγκρούσεις δεν είναι παθολογικές από μόνες τους. Αντίθετα, μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία για αναδιαπραγμάτευση σχέσεων και ορίων, εφόσον οι γονείς καταφέρνουν να διατηρήσουν μια σταθερή αλλά συναισθηματικά διαθέσιμη στάση (Steinberg, 2001).
Η σταθερότητα δεν σημαίνει αυστηρότητα, ούτε η διαθεσιμότητα ενδοτικότητα. Σημαίνει να μπορεί ο γονιός να αντέξει τα δύσκολα συναισθήματα του παιδιού χωρίς να παρασυρθεί από αυτά, να προσφέρει όρια χωρίς να ακυρώνει την υποκειμενικότητα του εφήβου.
Άγχος στην εφηβεία
Το άγχος στους εφήβους αναδύεται ως σύμπτωμα μιας πολύπλευρης πίεσης που ασκείται πάνω τους από πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μία πλευρά, οι συνομήλικοι – που πλέον αποκτούν πρωτεύουσα θέση στην ψυχική ζωή των εφήβων – λειτουργούν όχι μόνο ως πρότυπα, αλλά και ως μέτρο σύγκρισης. Η ανάγκη του εφήβου να “ανήκει”, να μην αποκλίνει, να μην απορριφθεί, είναι υπαρξιακή. Από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες των γονιών για επιτυχία, για συμμόρφωση, για ωριμότητα, δημιουργούν ένα δεύτερο επίπεδο πίεσης, πιο έμμεσο αλλά εξίσου φορτισμένο. Και ανάμεσά τους στέκεται το σχολείο, ως χώρος όπου ο έφηβος καλείται να αποδείξει την αξία του, να αντεπεξέλθει γνωστικά αλλά και να διαχειριστεί τις πολύπλοκες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις του.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές έρευνες δείχνουν πως το επίπεδο άγχους στους εφήβους έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, με φαινόμενα όπως η διαταραχή γενικευμένου άγχους, οι κρίσεις πανικού ή ακόμη και η σχολική φοβία να εμφανίζονται σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες (Twenge et al., 2019). Όταν η πίεση γίνεται εσωτερικευμένη απαιτητικότητα και ο έφηβος νιώθει πως δεν έχει περιθώριο να αποτύχει ή να απογοητεύσει, τότε το άγχος δεν λειτουργεί πλέον ως κινητήρια δύναμη αλλά ως παράλυση.
Υπάρχει καλύτερος τρόπος
Πολλές φορές η δυναμική εντός της οικογένειας γίνεται τόσο φορτισμένη που απαιτεί εξωτερική βοήθεια. Εδώ ακριβώς έρχεται ο ρόλος της παιδοψυχολογίας και της παιδοψυχοθεραπείας, όχι ως εργαλείων “διόρθωσης” του παιδιού, αλλά ως χώροι εξερεύνησης, επεξεργασίας και εμπιστοσύνης. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αποκτήσει επίγνωση των συναισθημάτων του, να τα ονοματίσει, να τα εντάξει σε έναν νοηματικό και βιωματικό πλαίσιο. Παράλληλα, η εργασία με τους γονείς είναι ουσιώδης, γιατί μέσα από συμβουλευτικές συνεδρίες, μπορούν να ξαναβρούν τον ρόλο τους όχι ως “διαχειριστές συμπεριφοράς”, αλλά ως συνοδοιπόροι στη συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού τους.
Η εξειδικευμένη παιδοψυχολόγος μας Μαρία Πολυκρέτη, δίνει τη δυνατότητα για τέτοια στοχευμένη υποστήριξη. Με την πολυετή εμπειρία της σε θέματα παιδικής και εφηβικής ψυχοπαθολογίας, εργάζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία στο να διαβάζει πίσω από τις λέξεις και τις συμπεριφορές, να αφουγκράζεται το άρρητο του παιδιού και να το φέρνει σταδιακά στο προσκήνιο. Η ψυχοθεραπεία που προσφέρουμε εστιάζει όχι μόνο στο “τι φταίει”, αλλά στο “τι έχει ανάγκη” το παιδί και τελικά και ο γονιός.
Η παρέμβασή μας στηρίζεται στην εξατομικευμένη προσέγγιση, αναγνωρίζοντας πως κάθε παιδί και κάθε οικογένεια, έχουν τη δική τους ιστορία. Δεν προτείνουμε γενικές λύσεις, αλλά ακούμε, συνδημιουργούμε θεραπευτικούς στόχους και προσπαθούμε, βήμα – βήμα, να αποκαταστήσουμε την επικοινωνία ανάμεσα στο παιδί και στους γονείς του.
Αν νιώθετε ότι η σχέση με το παιδί σας περνάει δυσκολίες ή ότι παλεύετε με έντονα συναισθήματα που δεν μπορείτε να διαχειριστείτε, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να λάβετε στήριξη.
Βιβλιογραφία
Blos, P. (1967). The second individuation process of adolescence. The Psychoanalytic Study of the Child, 22(1), 162–186.
Casey, B. J., Jones, R. M., & Hare, T. A. (2008). The adolescent brain. Annals of the New York Academy of Sciences, 1124(1), 111–126.
Steinberg, L. (2001). We know some things: Parent–adolescent relationships in retrospect and prospect. Journal of Research on Adolescence, 11(1), 1–19.
Twenge, J. M., Cooper, A. B., Joiner, T. E., Duffy, M. E., & Binau, S. G. (2019). Age, period, and cohort trends in mood disorder indicators and suicide-related outcomes in a nationally representative dataset, 2005–2017. Journal of Abnormal Psychology, 128(3), 185–199.