Η πρόσφατη δημοσιοποίηση της ακούσιας νοσηλείας γνωστού Έλληνα καλλιτέχνη σε δημόσιο ψυχιατρικό νοσοκομείο ανέδειξε με οδυνηρή σαφήνεια την απόλυτη έλλειψη σεβασμού προς την έννοια του ιατρικού απορρήτου και την ευκολία με την οποία τα μέσα ενημέρωσης στη χώρα μας – και ακολούθως τα κοινωνικά δίκτυα – μετατρέπουν μια εξαιρετικά προσωπική υπόθεση σε δημόσιο θέαμα.
Ακόμη και αν ο ίδιος ο ασθενής, σε μια στιγμή άγνωστης ψυχικής έντασης, γνωστοποιεί πτυχές της κατάστασής του ή των περιστάσεων της νοσηλείας του, αυτό δεν αίρει τη θεμελιώδη υποχρέωση προστασίας του. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος και η ηθική δεοντολογία της ψυχιατρικής ακόμη περισσότερο: η πληροφόρηση για την ψυχική υγεία αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η διάχυσή της συνιστά κατάφωρη παραβίαση.

Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα δείχνει συχνά να υποκύπτει στον πειρασμό του εντυπωσιασμού, αναπαράγοντας πληροφορίες που θα έπρεπε να παραμένουν εμπιστευτικές εντός του θεραπευτικού πλαισίου. Το αποτέλεσμα είναι η μετατροπή της υγείας ενός ανθρώπου σε δημόσιο προϊόν, σε είδηση που καταναλώνεται και σχολιάζεται, χωρίς καμία φειδώ ή συναίσθηση των συνεπειών.
αυτό δεν είναι αθώο, ούτε ασφαλώς συμβάλλει με οποιονδήποτε χρήσιμο τρόπο στον διάλογο για την ψυχική υγεία
Ακόμη χειρότερη, όμως, είναι η εικόνα στα κοινωνικά δίκτυα: πολίτες χωρίς καμία γνώση της πραγματικής ψυχιατρικής κατάστασης, υψώνουν πανό υπέρ ή κατά της νοσηλείας, εκδίδουν ετυμηγορίες σαν να πρόκειται για ένα τηλεοπτικό σόου, και με αυτόν τον τρόπο στην πραγματικότητα συμβάλλουν στη διαπόμπευση και στον στιγματισμό.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αθώο, ούτε ασφαλώς συμβάλλει με οποιονδήποτε χρήσιμο τρόπο στον διάλογο για την ψυχική υγεία. Πλήττει, δε, όχι μόνο τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά και όλους όσοι στο μέλλον μπορεί να διστάσουν να αναζητήσουν βοήθεια από φόβο μήπως η ιδιωτική τους ιστορία βρεθεί στο κέντρο μιας δημόσιας συζήτησης χωρίς όρια.

Η αίσθηση της “ζούγκλας” που επικρατεί στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι τυχαία. Παρά το ότι η χώρα έχει νομοθεσία για το ιατρικό απόρρητο και έχει θεσπίσει πρόσθετους νόμους που εναρμονίζονται με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), η καθημερινή πρακτική δείχνει μια παντελή αδυναμία εφαρμογής τους.
Όπως καταγράφουν μελέτες για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης στην ψυχική υγεία, η υπερέκθεση τέτοιων θεμάτων ενισχύει το κοινωνικό στίγμα και συμβάλλει σε μια γενικευμένη κουλτούρα περιθωριοποίησης (Corrigan et al., 2014). Το ίδιο επισημαίνει και η βιοηθική έρευνα, που αναγνωρίζει πως η παραβίαση του απορρήτου σε θέματα ψυχικής υγείας δεν αποτελεί απλώς νομικό αδίκημα, αλλά πράξη που υπονομεύει την αξιοπρέπεια και την αίσθηση ασφάλειας του πολίτη (Beauchamp & Childress, 2019).
Η υπόθεση του γνωστού καλλιτέχνη πρέπει να λειτουργήσει αποκλειστικά ως καθρέφτης που θα μας αναγκάσει να αντικρίσουμε την παθογένεια της δημόσιας σφαίρας στην Ελλάδα: την απουσία ορίων, την αδυναμία να γίνει σεβαστή η ιδιωτικότητα και την ευκολία με την οποία τα πάντα καταναλώνονται σαν κουτσομπολιό.

Αν θέλουμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία που σέβεται τα δικαιώματα και την ανθρώπινη ευαλωτότητα, τότε η προστασία του ιατρικού απορρήτου δεν μπορεί να αποτελεί απλώς μια τυπική διάταξη νόμου, αλλά πρέπει να μετατραπεί σε κοινωνική αξία. Γιατί μόνο έτσι η ψυχική ασθένεια θα σταματήσει να βιώνεται ως διπλή τιμωρία: πρώτα από το ίδιο το βάρος της και ύστερα από τη δημόσια διαπόμπευση.
Αν τα μέσα ενημέρωσης επιθυμούν ουσιαστικό διάλογο για την ψυχική υγεία, μπορούν να προβάλλουν τα θέματα σε ανύποπτο χρόνο. Δεν χρειάζονται προσχηματικά το παράδειγμα του ενός ανθρώπου, γιατί μπορώ να τους διαβεβαιώσω ότι καθημερινά υποφέρουν χιλιάδες συμπολίτες μας.
Βιβλιογραφία
Beauchamp, T. L., & Childress, J. F. (2019). Principles of biomedical ethics (8th ed.). Oxford University Press.
Corrigan, P. W., Druss, B. G., & Perlick, D. A. (2014). The impact of mental illness stigma on seeking and participating in mental health care. Psychological Science in the Public Interest, 15(2), 37–70.