Άρθρο στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”
Καθώς το ρολόι χτυπάει μεσάνυχτα και αποχαιρετούμε το παλιό έτος για να καλωσορίσουμε το νέο, ένα ιδιόμορφο εθιμοτυπικό εκτυλίσσεται σε όλο τον κόσμο. Άνθρωποι οπλισμένοι με μολύβι και χαρτί, ή έστω με την εφαρμογή σημειώσεων στα κινητά τους και με ένα ποτήρι εορταστικής ευθυμίας, ξεκινούν την ετήσια παράδοση της κατάρτισης των πρωτοχρονιάτικων αποφάσεων.
Δεν πρόκειται για απλές λίστες με στόχους που γράφονται από καπρίτσιο, αλλά για τολμηρά στοιχήματα ενάντια σε κακές τους συνήθειες, γεμάτα με δεσμεύσεις για πρόοδο. Είναι υποσχέσεις προς τον εαυτό τους, σιωπηλοί όρκοι για τη βελτίωση κάποιας πτυχής της προσωπικής ή επαγγελματικής τους ζωής. Αλλά πίσω από αυτή την ετήσια τελετουργία κρύβεται μια σύνθετη αλληλεπίδραση ψυχικών παραγόντων που συνυφαίνει τις ελπίδες και τις επιθυμίες με την πραγματικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Το “φαινόμενο της νέας αρχής”, όρος που επινόησαν οι ερευνητές Dai, Milkman και Riis (2014), εξηγεί ότι ορόσημα, όπως η αλλαγή του χρόνου, παρακινούν θετικές συμπεριφορές. Φαίνεται ότι έχουμε μία έμφυτη τάση να διαχωρίζουμε τον παρελθοντικό, λιγότερο ιδανικό εαυτό μας από μία ιδεατή μελλοντική εκδοχή μας που επιβάλλεται να είναι καλύτερη. Έτσι, κάθε νέο έτος γίνεται μια ψυχικά ισχυρή ευκαιρία επαναπροσδιορισμού.
Η κλίση μας προς τη θετική μεταμόρφωση έχει βαθιές ρίζες. Οι άνθρωποι επιθυμούμε εγγενώς την ανάπτυξη και την εξέλιξη με απώτερο σκοπό την αυτοπραγμάτωση, δηλαδή την πλήρη συνειδητοποίηση και κατάκτηση όλων των δυνατοτήτων μας. Βιολογικά, η θετική αλλαγή ενεργοποιεί τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανταμοιβή και την ευχαρίστηση και αυτός είναι εν μέρει ο λόγος για τον οποίο οι νέες εμπειρίες και οι τροποποιήσεις στη ρουτίνα είναι τόσο ελκυστικές.
Ωστόσο, το εγχείρημα της τήρησης τέτοιων υποσχέσεων είναι σπαρμένο με προκλήσεις. Μια σπουδαία μελέτη των Norcross και Vangarelli (1988) διαπίστωσε ότι λιγότεροι από τους μισούς ανθρώπους που υιοθετούν πρωτοχρονιάτικες αποφάσεις καταφέρνουν να τις διατηρήσουν στο εξάμηνο. Η παραίτηση οφείλεται συνήθως στην υπερεκτίμηση της δύναμης της θέλησης, στην υποτίμηση του απαιτούμενου χρόνου, των διαθέσιμων πόρων και στην παράβλεψη των εξωτερικών μεταβλητών.
Το “σύνδρομο της ψεύτικης ελπίδας”, που αναγνωρίστηκε από τους Polivy και Herman (2000), αποκαλύπτει γιατί οι άνθρωποι αποτυγχάνουν επανειλημμένα στις υποσχέσεις που δίνουν στους εαυτούς τους. Σύμφωνα με την έρευνά τους, οι στόχοι που είναι συγκεκριμένοι και ρεαλιστικοί ενισχύουν τα κίνητρα και οδηγούν πράγματι σε καλύτερες επιδόσεις. Ενώ οι αόριστες αποφάσεις, όπως “θέλω να είμαι πιο υγιής”, είναι συνήθως καταδικασμένες γιατί τους λείπει η εξειδίκευση και το μετρήσιμο αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που αποφασίζει να χάσει κιλά και να αποκτήσει καλύτερη φυσική κατάσταση έχει θέσει εδώ έναν πολύ γενικό στόχο. Ενώ αυτή η απόφασή του αντανακλά τη γνήσια επιθυμία για έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, στερείται εξειδίκευσης και σχεδιασμού. Ωστόσο, αν στοχοθετήσει να χάσει 5 κιλά και να διορθώσει τη φυσική του κατάσταση μέσα στους επόμενους έξι μήνες, μέσα από ένα δομημένο πρόγραμμα προπόνησης 30 λεπτών – τέσσερις φορές την εβδομάδα και με συγκεκριμένη διατροφή, τότε αυτός ο στόχος γίνεται πιο εφικτός και μετρήσιμος.
Για να αυξηθεί, επομένως, η πιθανότητα τήρησης των πρωτοχρονιάτικων αποφάσεων χρειάζεται στρατηγική και οργάνωση. Επιπλέον, η αυτοσυμπόνια παίζει καθοριστικό ρόλο. Το να είναι κανείς ευγενικός και επιεικής με τον εαυτό του σε περιπτώσεις αποτυχίας ή παλινδρόμησης έχει αποδειχθεί ότι ενδυναμώνει την ανθεκτικότητα στην πορεία κάθε προσπάθειας. Με την επίγνωση αυτών των απλών ψυχικών αρχών, μπορούμε να μετατρέψουμε τις πρωτοχρονιάτικες δεσμεύσεις από φευγαλέες ευχές και μεγάλες προσδοκίες, σε πραγματικές ευκαιρίες.