Άρθρο στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”
Η νομοθετική πρόθεση της Ελληνικής κυβέρνησης για τη νομιμοποίηση του γάμου και της τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια, με ταυτόχρονη άρνηση των δικαιωμάτων παρένθετης κύησης, είναι μια απόφαση που χρήζει κριτικής εξέτασης από την άποψη της επιστήμης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ιατρικής ηθικής.
Η στάση του Πρωθυπουργού δεν συνάδει με τη σύγχρονη επιστημονική αντίληψη και τις διεθνείς εξελίξεις στην αναγνώριση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το ισχύον νομικό πλαίσιο της αλτρουιστικής υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από αυτό το δικαίωμα έρχεται σε αντίθεση με τον εκτεταμένο όγκο επιστημονικών ερευνών που υπογραμμίζει την ικανότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων να παρέχουν υγιές και φροντιστικό περιβάλλον στα παιδιά τους.
Μελέτες, όπως αυτές των Biblarz και Stacey (2010), έχουν αποδείξει συστηματικά ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες δεν παρουσιάζουν διαφορές στην ψυχική ευημερία σε σύγκριση με εκείνα των ετερόφυλων οικογενειών. Αυτά τα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ισχυρά την υπόθεση της υιοθεσίας, της αναδοχής αλλά και της παρένθετης κύησης, και έχουν οδηγήσει από ετών τους πολυπληθέστερους και πλέον έγκριτους επιστημονικούς οργανισμούς του πλανήτη στα αντικείμενα της Ψυχιατρικής, της Ψυχολογίας και της φροντίδας του παιδιού να υιοθετήσουν επίσημες θέσεις υπέρ.
Απηχούν δε την ευρύτερη εξέλιξη στην επιστήμη της ψυχολογίας που μετακινείται από άκαμπτες, βασισμένες στο φύλο, θεωρίες του περασμένου αιώνα, προς μια διαφοροποιημένη αντίληψη της οικογενειακής δυναμικής και της ανάπτυξης του παιδιού. Αναδεικνύουν τη σημασία των γονεϊκών δεξιοτήτων έναντι του γονικού φύλου ή του μέσου σύλληψης, υποδηλώνοντας ότι ένα υποστηρικτικό περιβάλλον που προσφέρει αγάπη, ζεστασιά και ασφάλεια έχει την πιο καθοριστική επίδραση στην υγιή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη. Ωστόσο η θέση του Πρωθυπουργού είναι αντιφατική σχετικά για τις γονεϊκές ικανότητες των ΛΟΑΤΚΙ+, και ειδικά των άρρενων ομόφυλων ζευγαριών, ενώ διαιωνίζει την ανισότητα και το στίγμα. Αυτή η διάκριση είναι επομένως προβληματική ως προς την επιστημονική τεκμηρίωση και ασφαλώς σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Από ηθικής άποψης, αν είναι βάσιμη η ανησυχία για τη δυνητική εκμετάλλευση των παρένθετων κυοφόρων γυναικών ή τον “πειραματισμό”, θα πρέπει εύλογα να αφορά σε όλους τους υποψήφιους γονείς ανεξάρτητα του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού τους. Επίσης, με όρους ιατρικής ηθικής, η απαγόρευση της πρόσβασης ανθρώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο παγκόσμιο ιατρικό επίτευγμα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι ανεπίτρεπτη, γιατί οι κατακτήσεις της ιατρικής επιστήμης απευθύνονται σε όλους.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει προτείνει μία συγκεκριμένη προσέγγιση που διασφαλίζει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα όλων των εμπλεκόμενων μερών, με έμφαση στις ηθικές, νομικές και ψυχικές πτυχές. Συγκεκριμένα, ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο με διαφάνεια, δεοντολογία και ψυχιατρική αξιολόγηση. Αναγνωρίζοντας το δικαίωμα πρόσβασης στην παρένθετη κύηση για τα ομόφυλα ζευγάρια, η Ελλάδα θα μπορούσε να υποστηρίξει όχι μόνο τα αναπαραγωγικά δικαιώματα όλων των πολιτών απομακρύνοντας το στίγμα συνολικά, αλλά και να επικυρώσει τις διαφορετικές οδούς για τη δημιουργία σταθερών και αγαπημένων οικογενειών. Και με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τις αξίες της αποδοχής και της ισότητας που είναι απόλυτα κρίσιμες για την πρόοδο και την αρμονία κάθε κοινωνίας.