Άρθρο στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”
Ο ρόλος του φύλου δεν είναι αποκλειστικά βιολογικό φαινόμενο, αλλά κυρίως ένα ψυχολογικά και κοινωνικά δομημένο σύνολο στάσεων και ιδεών. H εξιδανίκευση του στερεοτυπικού ανδρισμού πάνω σε αυτόν το ρόλο ξεκινά από την παιδική ηλικία. Προσδιορίζει ως τα απαραίτητα συστατικά για την ιδανική αρρενωπότητα την αντοχή – αλλά όχι την ανοχή -, την αυτονομία – αλλά όχι την ισοτιμία -, την αυστηρότητα – αλλά όχι την επιείκεια – και τον ετεροσεξισμό. Η δε συναισθηματική ευαισθησία και η ενσυναίσθηση, δηλαδή η συνειδητή προσπάθεια για την ψυχική κατανόηση του άλλου ανθρώπου, απορρίπτονται ως ανεπίτρεπτες εκδηλώσεις αδυναμίας.
Τα αγόρια μαθαίνουν να είναι άνδρες από τους άλλους άνδρες στη ζωή τους, τόσο μέσω της μίμησης όσο και ενεργητικά με απευθείας συστάσεις. Και την ίδια στιγμή, κάτω από την κοινωνική πίεση – ειδικά στο σχολείο – ανταγωνίζονται συνομήλικους άρρενες για την πλήρωση του προτύπου κι έτσι προσπαθούν να υιοθετούν αποκλειστικά εκείνες τις συμπεριφορές που είναι κατάλληλες για το φύλο τους και σύμφωνες προς τον «αρσενικό κώδικα».
Στην πρώιμη παιδική ηλικία, η βία και η επιθετικότητα χρησιμοποιούνται για να μεταφράζονται «αλλιώς» συναισθήματα «που δεν επιτρέπονται». Ακόμα – ακόμα για να εκφράζεται η αγωνία της αποδοχής από τον πατέρα τους και τους φίλους του.
Στην ενήλικη ζωή, η επιθετικότητα εκδηλώνεται εύκολα κάθε φορά που ένας άρρεν βιώνει το άγχος ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες για τον ρόλο του φύλου του, όπως τον έμαθε από νωρίς, ή για να διατηρήσει τα «κεκτημένα» από αυτόν τον υπερεκτιμημένο ρόλο.
Οι στάσεις που προκρίνονται στο πατριαρχικό πρότυπο επιμένουν στο χρόνο χωρίς έγκαιρη παρέμβαση και πρόληψη, για παράδειγμα με τα χαρακτηριστικά της εύθικτης, της κυριαρχικής, ή της εύκολα παραβατικής προσωπικότητας. Ο άνδρας ο οποίος ως οδηγός επιβάλλεται στον δρόμο και δεν παραχωρεί προτεραιότητα στον πεζό, ως πολίτης αδιαφορεί απέναντι στις συλλογικές ανάγκες και πετάει σκουπίδια στις παραλίες ή φοροδιαφεύγει και ως σύντροφος δεν αντιμετωπίζει ισότιμα το έτερο ήμισυ αλλά μάλλον ιδιοκτησιακά.
Η ψυχολογική ή η σωματική βία προς τους άμεσους συντρόφους είναι αναμφίβολα το πρωταρχικό παράδειγμα αυτής της δυσλειτουργίας. Αντικατοπτρίζει την ανδρική αυτονομία στην πιο φαύλη εκδοχή της, όπου αναδύονται τα καταστροφικά συναισθήματα της αρσενικής δυσφορίας όταν οι δηλώσεις ή οι συμπεριφορές ενός συντρόφου ερμηνεύονται αυτόματα ως απειλητικές. Για παράδειγμα, η πρόθεση αποχώρησης από τη σχέση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή κάθε πρωτοβουλία που αμφισβητεί το πατριαρχικό κεκτημένο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 38% των δολοφονιών γυναικών διεθνώς διαπράττονται από έναν αρσενικό σύντροφο. Ακόμη, 85% των μαθητών LGBTQ+ παρενοχλούνται ή κακοποιούνται στο σχολείο. Ο κοινός παρονομαστής σε αυτά τα δύο ποσοστά είναι ο «αρσενικός κώδικας». Έρευνες μεταξύ του 2007 και 2015 κατέδειξαν ότι όσο περισσότερο οι άνδρες συμμορφώνονται με τον «αρσενικό κώδικα», τόσο πιθανότερο είναι ότι εμπλέκονται σε επικίνδυνες συμπεριφορές. Και μάλιστα αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι μόνο ετεροκαταστροφικές αλλά και αυτοκαταστροφικές – όπως η κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, η αναβολή του προληπτικού ιατρικού ελέγχου «αφού είμαι δυνατός, δε μου χρειάζεται» και ασφαλώς η αρνητική στάση απέναντι στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ενδεχομένως, ο αρσενικός κώδικας εξηγεί εν μέρει και ορισμένες ολότελα στρεβλές αντιλήψεις για την πανδημία και τον εμβολιασμό.
Επιπλέον, αυτοί οι άνδρες αντιλαμβάνονται τέτοιες επικίνδυνες επιλογές τους ως εξαιρετικά «κανονικές» και «φυσιολογικές», καθώς η «φυσιολογικότητα» και η «κανονικότητα» είναι τα εύχρηστα άλλωθι, έτσι κι αλλιώς, κάθε φορά που τελειώνουν τα ώριμα επιχειρήματα πίσω από πολλές πεισματικές απόψεις που διαχωρίζουν τους ανθρώπους.
Χρειάζεται να βγάλουμε «εκτός μόδας» τον «αρσενικό κώδικα». Χρειάζεται η διδασκαλία της αποδοχής του άλλου φύλου και της διαφορετικότητας με όρους ίσης αξίας, όχι απλά ισότητας. Χρειάζεται η διδασκαλία της επιείκειας μέσα στο σπίτι, γύρω από το οικογενειακό τραπέζι.
Ένας άνδρας δεν είναι λιγότερο άνδρας όταν συναισθάνεται, όταν εκδηλώνει αγάπη, όταν κλαίει, όταν έχει άδικο και πολύ περισσότερο όταν ζητάει βοήθεια. Τουναντίον, είναι ένας ανάξιος άνθρωπος όταν παρενοχλεί, όταν λοιδορεί, όταν βασανίζει και όταν σκοτώνει.