Η ερωτική ζήλια απασχολεί τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την κοινωνιολογία για αιώνες. Αν και αντιμετωπίζεται ως κάτι αρνητικό ή επιβλαβές, στην πραγματικότητα αποτελεί μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση σε πραγματικές ή φανταστικές απειλές για μια προσωπική σχέση. Ωστόσο, η ένταση και η εκδήλωση της ζήλιας διαφέρουν από άτομο σε άτομο, φέρνοντας στο προσκήνιο ερωτήματα για τις αιτίες και τους παράγοντες που την επηρεάζουν.
Η προέλευση της ζήλιας εντοπίζεται στους εξελικτικούς μηχανισμούς του είδους μας. Από τη σκοπιά της εξελικτικής ψυχολογίας, η ζήλια λειτουργεί ως προστατευτικός μηχανισμός που εξασφαλίζει την αναπαραγωγική επιτυχία. Για τους άνδρες, η απειλή της απιστίας μιας συντρόφου ενεργοποιεί τυπικά αρχέγονους φόβους για την πατρότητα, ενώ για τις γυναίκες η απειλή της συναισθηματικής προδοσίας συνδέεται με την πιθανότητα απώλειας πόρων ή προστασίας. Σήμερα συμβάλλουν πολιτισμικοί και κοινωνικοί παράγοντες, καθώς διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμοί προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη ζήλια, εντείνοντας ή μετριάζοντας τη σημασία της.
Η ζήλια, ανεξάρτητα από την εξελικτική της καταγωγή ή τους παραπάνω αρχέγονους και ασυνείδητους φόβους που τη συνοδεύουν, μεταφράζεται σε πραγματικά και βασανιστικά συναισθήματα που προκαλούν βαθύ ψυχικό πόνο. Είναι ένα συναίσθημα που συνοδεύεται από άγχος, θυμό, θλίψη και αίσθημα απώλειας ελέγχου, που κατακλύζουν έναν άνθρωπο, παραμορφώνοντας την αντίληψη της πραγματικότητας.
Όσοι βιώνουν έντονη ζήλια ενδέχεται να εγκλωβίζονται σε καταστροφικές σκέψεις ή να αναπτύσσουν δυσπιστία, ακόμη και μέσα σε σχέσεις που δεν απειλούνται. Αυτή η συναισθηματική κατάσταση, όταν γίνεται χρόνιο πρόβλημα, οδηγεί σε έντονη ψυχική δυσφορία, υπονομεύοντας την αυτοεκτίμηση και πυροδοτώντας αισθήματα ανασφάλειας και μοναξιάς. Το παράδοξο της ζήλιας είναι ότι, ενώ πηγάζει από την επιθυμία για εγγύτητα και ασφάλεια, καταλήγει να διαβρώνει τις σχέσεις και να απομονώνει τον άνθρωπο που την βιώνει.
Η διακύμανση της ζήλιας μεταξύ διαφορετικών ατόμων είναι συχνά αποτέλεσμα της περίπλοκης αλληλεπίδρασης γενετικών, προσωπικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η αυτοεκτίμηση παίζει εδώ κρίσιμο ρόλο. Άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή ανασφαλή δεσμό με τους γονείς τους μπορεί να βιώνουν μεγαλύτερη ζήλια απέναντι σε έναν ερωτικό σύντροφο, καθώς νιώθουν πιο ευάλωτοι στη συναισθηματική εγκατάλειψη. Επιπλέον, ορισμένες προσωπικότητες, όπως εκείνες με υψηλά επίπεδα νευρωτισμού, εκδηλώνουν μεγαλύτερη τάση να αντιλαμβάνονται απειλές, ακόμη και όταν αυτές είναι αβάσιμες.
Η σύγκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά στη ζήλια αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες διαφορές, αλλά και πολλά κοινά σημεία. Μολονότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες βιώνουν τη ζήλια με παρόμοια συναισθηματική ένταση, φαίνεται ότι δίνουν έμφαση σε διαφορετικούς τύπους απειλών. Έρευνες δείχνουν ότι οι άνδρες τείνουν να ανησυχούν περισσότερο για σεξουαλικές απιστίες, ενώ οι γυναίκες εστιάζουν κυρίως σε συναισθηματικές απιστίες. Αυτή η διαφοροποίηση δεν είναι απόλυτη αλλά σχετίζεται με κοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες. Ο ρόλος της κοινωνικής επιρροής είναι καίριος σε αυτό, καθώς οι πολιτισμικές προσδοκίες και τα έμφυλα στερεότυπα διαμορφώνουν τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις.
Η ιδέα ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν ζηλεύουν καθόλου είναι πιο σύνθετη από ό,τι φαίνεται. Αν και είναι πιθανό ορισμένοι άνθρωποι να εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα ζήλιας, η πλήρης απουσία αυτού του συναισθήματος είναι μάλλον μύθος. Ακόμη και εκείνοι που δηλώνουν ότι δεν ζηλεύουν μπορεί να έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους μέσω συνειδητής σκέψης ή να ζουν σε περιβάλλοντα που ελαχιστοποιούν τις συνθήκες που πυροδοτούν τη ζήλια. Εντούτοις, η παντελής απουσία ζήλιας θα μπορούσε να σχετίζεται μόνο με ιδιαίτερα γνωρίσματα προσωπικότητας, όπως η αποστασιοποίηση ή η δυσκολία σχηματισμού ισχυρών συναισθηματικών δεσμών.
η πλήρης απουσία αυτού του συναισθήματος είναι μάλλον μύθος
Εν κατακλείδι, η ερωτική ζήλια είναι ένα εγγενές ανθρώπινο συναίσθημα, βαθιά ριζωμένο στη βιολογία, την ψυχολογία και την κοινωνία. Παρόλο που ο βαθμός και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται διαφέρει, αντανακλά τις προσπάθειες των ανθρώπων να προστατεύσουν ό,τι θεωρούν πολύτιμο. Το συναίσθημα αυτό μπορεί να είναι κινητήριος δύναμη για την ενίσχυση μιας σχέσης, όταν εκφράζεται υγιώς, αλλά και καταστροφικό, όταν διογκώνεται πέρα από κάθε λογική.
Η ζήλια που ξεφεύγει από τα όρια είναι δυνατόν να κλιμακωθεί ακόμα και σε ετεροκαταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, με έναν φαύλο κύκλο σοβαρής συναισθηματικής αναστάτωσης. Σε ακραίες περιπτώσεις, αυτή η δυσλειτουργία εκδηλώνεται με εκρήξεις θυμού, καχυποψία, καταστροφική κριτική προς τον σύντροφο και ενδοοικογενειακή βία, ενώ η αυτοκαταστροφικότητα συνεπάγεται μία μόνιμα υποχωρητική στάση ζωής, κατάθλιψη ή ακόμα και τη διάθεση αυτοτιμωρίας με διάφορες καταχρήσεις.
Η ψυχοθεραπεία και η θεραπεία ζεύγους μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση της ερωτικής ζήλιας. Μέσα από την ατομική ψυχοθεραπεία, ένας άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει τις ανασφάλειες, τους φόβους εγκατάλειψης και τις παγιωμένες σκέψεις που τροφοδοτούν τη ζήλια. Ενώ η θεραπεία ζεύγους ενισχύει την επικοινωνία, καλλιεργεί την εμπιστοσύνη και διδάσκει δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων, βοηθώντας και τα δύο μέλη να κατανοήσουν καλύτερα τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους.
Βιβλιογραφία
- Buss, D. M. (2000). The dangerous passion: Why jealousy is as necessary as love and sex. Free Press.
- Harris, C. R. (2004). The evolution of jealousy: Evidence for different domains. Psychological Science, 15(2), 120-123. doi.org/10.1111/j.0956-7976.2004.01502008.x
- Sharpsteen, D. J., & Kirkpatrick, L. A. (1997). Romantic jealousy and adult romantic attachment. Journal of Personality and Social Psychology, 72(3), 627-640. doi.org/10.1037/0022-3514.72.3.627