Η βιοανάδραση, ή αλλιώς biofeedback, έχει συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια την προσοχή τόσο των ειδικών της ψυχικής υγείας όσο και των ίδιων των ανθρώπων που παλεύουν με διαταραχές άγχους. Πρόκειται για μία μέθοδο που υπόσχεται να διδάξει στο άτομο τον τρόπο να «ακούει» το σώμα του, να παρατηρεί σε πραγματικό χρόνο φυσιολογικές αντιδράσεις όπως ο καρδιακός ρυθμός, η θερμοκρασία του δέρματος, η μυϊκή τάση και ο ρυθμός της αναπνοής, και να ρυθμίζει αυτές τις λειτουργίες με συνειδητό τρόπο. Αυτή η υπόσχεση ακούγεται δελεαστική, σχεδόν απελευθερωτική. Πόσο ισχυρή είναι όμως η επιστημονική βάση που τη στηρίζει, και κυρίως, πόσο ρεαλιστικό είναι να προσδοκά κανείς πλήρη θεραπεία από μια τέτοια μέθοδο;
Οι διαταραχές άγχους, όπως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή (ΓΑΔ), η διαταραχή πανικού (επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού), η κοινωνική φοβία και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αποτελούν εξαιρετικά πολύπλοκες καταστάσεις. Δεν περιορίζονται σε ένα μόνο επίπεδο της ύπαρξης, αλλά εκτείνονται σε ένα βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό παρασκήνιο. Η βιοανάδραση στοχεύει κυρίως στο πρώτο: το βιολογικό. Αποσκοπεί να εκπαιδεύσει τον εγκέφαλο να αποκτήσει τον έλεγχο πάνω σε σωματικά συμπτώματα που συχνά ενεργοποιούνται με υπερβολή στις διαταραχές άγχους. Υπάρχουν πράγματι ορισμένα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη χρησιμότητά της, όχι όμως με την έννοια της πανάκειας, αλλά ως μέρος ενός σύνθετου θεραπευτικού πλαισίου.

Η μετα-ανάλυση του Schoenberg και συνεργατών (2014), για παράδειγμα, επιβεβαίωσε ότι η νευροανάδραση – μία εξειδικευμένη μορφή βιοανάδρασης που βασίζεται στην εγκεφαλική δραστηριότητα – έχει ένα θετικό αντίκτυπο στη μείωση των συμπτωμάτων άγχους, κυρίως σε περιπτώσεις γενικευμένου άγχους και της διαταραχής πανικού. Όμως, τα αποτελέσματα είχαν μεγάλη ετερογένεια, και η πλειοψηφία των μελετών είχε λάβει χώρα σε μικρό δείγμα, με πολλούς μεθοδολογικούς περιορισμούς. Δεν παρατηρήθηκαν εντυπωσιακές, καθολικές επιδράσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον μέτριο και πιο έντονη ισχυρό μόνο όταν η βιοανάδραση συνδυάστηκε με άλλες μορφές θεραπείας, όπως η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT).
Μία άλλη σημαντική ανασκόπηση, αυτή της Goessl και συνεργατών (2017), έδειξε ότι η εκπαίδευση μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμού (HRV biofeedback) μείωσε τα επιπέδων άγχους στους περισσότερους συμμετέχοντες. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι τα δεδομένα αφορούσαν κυρίως βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Η διατήρηση του οφέλους σε βάθος χρόνου δεν είναι επαρκώς μελετημένη και οι περισσότερες έρευνες στο αντικείμενο δεν περιλαμβάνουν μία μακροχρόνια παρακολούθηση των θεραπευομένων ώστε να αποδίσουν μετρήσιμα και πειστικά αποτελέσματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βελτίωση.
Μπορεί η βιοανάδραση να λειτουργήσει ως μοναδική θεραπεία;
Η απάντηση είναι ότι στην πραγματικότητα, η βιοανάδραση θα μπορούσε να αποτελεί μια αποκλειστική θεραπεία μόνο σε ήπιες περιπτώσεις άγχους και μόνο εφόσον ο θεραπευόμενος παρουσιάζει εγγενώς ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δέσμευσης και εσωτερικής πειθαρχίας. Η συντριπτική πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων υποστηρίζει ότι η βιοανάδραση έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό εργαλείο, δηλαδή όταν εντάσσεται σε ένα συνολικό θεραπευτικό σχέδιο που μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία και αλλαγές στον τρόπο ζωής.

Ωστόσο, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια εμπορευματοποίηση της βιοανάδρασης. Ειδικοί βιοανάδρασης χωρίς επαρκείς σπουδές και κλινική εμπειρία, gadgets, εφαρμογές για τα κινητά τηλέφωνα, ακόμη και φορητές συσκευές, υπόσχονται θεαματικά αποτελέσματα με ελάχιστο κόπο. Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στην τεχνολογική αισιοδοξία, αλλά και στο γεγονός ότι αυτά τα προϊόντα απευθύνονται σε ανθρώπους που φοβούνται τη φαρμακευτική αγωγή, ή δυσπιστούν απέναντι στην ψυχοθεραπεία. Αυτή η ομάδα ανθρώπων φαίνεται ότι ελπίζει σε έναν πιο “ανώδυνο” τρόπο επίλυσης του άγχους και για αυτό το λόγο η βιοανάδραση λειτουργεί ως υποκατάστατο παρά ως θεραπεία – σαν ένα ασφαλές καταφύγιο για εκείνους που δεν αντέχουν την επαφή με τις πιο σκληρές πλευρές του εαυτού τους, τις οποίες η ψυχοθεραπεία αγγίζει αναπόφευκτα.
Το άγχος δεν περιορίζεται στο σώμα.
Η ουσία είναι πως η βιοανάδραση δεν είναι ακριβώς απάτη, ούτε απλώς placebo. Είναι εργαλείο με συγκεκριμένη χρησιμότητα και συγκεκριμένες ενδείξεις. Δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει τη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου, τη φαρμακευτική παρέμβαση όταν είναι αναγκαία, ούτε και τη βιωματική διερεύνηση των ψυχικών συγκρούσεων. Το άγχος δεν περιορίζεται στο σώμα. Φωλιάζει και στη σκέψη, στον λόγο, στην αμφιθυμία των σχέσεων, στη μνήμη του τραύματος. Αν δεν προσεγγιστεί και από αυτές τις πλευρές, τότε καμία τεχνολογία, όσο εξελιγμένη και αν είναι, δεν μπορεί να προσφέρει πραγματική και πλήρη ανακούφιση.
Βιβλιογραφία
Goessl, V. C., Curtiss, J. E., & Hofmann, S. G. (2017). The effect of heart rate variability biofeedback training on stress and anxiety: A meta-analysis. Psychological Medicine, 47(15), 2578–2586.
Schoenberg, P. L. A., & David, A. S. (2014). Biofeedback for psychiatric disorders: A systematic review. Applied Psychophysiology and Biofeedback, 39(2), 109–135.