Στο σημερινό ιατρικό περιβάλλον – όπου κυριαρχεί η τάση για ταχείες παρεμβάσεις και τεχνολογικά καθοδηγούμενες λύσεις – η επιλογή του καυτηριασμού (Ablation) για την αντιμετώπιση συχνής ταχυκαρδίας σε ανθρώπους με διαταραχές άγχους, προτείνεται με απερίσκεπτη ταχύτητα προτού να έχει διερευνηθεί πολύ ουσιαστικά η ψυχική διάσταση των συμπτωμάτων.
Πρόκειται για μια φαινομενικά οριστική λύση αν και μη αναστρέψιμη, με υψηλό ποσοστό επιτυχίας σε πραγματικές καρδιολογικές ενδείξεις. Για αυτό το λόγο είναι μια πολύ ελκυστική παρέμβαση που όμως οδηγεί εύκολα στην υποτίμηση της ψυχογενούς προέλευσης της ταχυκαρδίας και των έκτακτων συστολών. Παρόλα αυτά η ταχυκαρδία, ειδικά όταν αναδύεται στο έδαφος του άγχους, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι αποτελεί ψυχοσωματική εκδήλωση – σαν να προσπαθεί το σώμα να πει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς.
Η βιαστική πρόταση για ablation δίχως να έχει προηγηθεί η εις βάθος ψυχολογική και ψυχιατρική αξιολόγηση, όχι μόνο αγνοεί την πολυπλοκότητα της αγχώδους ψυχοπαθολογίας αλλά ενδέχεται να επιφέρει ιατρογενή επιβάρυνση. Όπως έχει τεκμηριωθεί σε πολλές περιπτώσεις, η χρήση επεμβατικών μεθόδων χωρίς εξατομικευμένη ψυχοδιαγνωστική προσέγγιση μπορεί να καταλήξει σε αποτυχία και απογοήτευση για τον ασθενή (Barsky & Borus, 1999).
η χρήση επεμβατικών μεθόδων χωρίς εξατομικευμένη ψυχοδιαγνωστική προσέγγιση μπορεί να καταλήξει σε αποτυχία
Η συζήτηση, λοιπόν, για το κατά πόσο δικαιολογείται ablation δεν μπορεί να περιορίζεται στην καρδιολογική εκτίμηση, αλλά πρέπει να ξεκινάει από την ολιστική κατανόηση του ανθρώπινου άγχους και των πολλαπλών του εκφράσεων.

Η ταχυκαρδία δεν αποτελεί αυτοτελή διάγνωση αλλά είναι ένα σύμπτωμα. Ένας δείκτης ότι κάτι διαταράσσει την ισορροπία του αυτόνομου νευρικού συστήματος που νευρώνει τον καρδιακό μυ. Όταν εμφανίζονται ταχυκαρδίες σε ασθενείς με διαταραχές άγχους – όπως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, η κρίση πανικού ή η αγοραφοβία – τότε συνηθέστερα προκύπτουν ως σωματικές εκδηλώσεις της ψυχικής δυσφορίας. Το σώμα, με τον δικό του τρόπο, “φωνάζει” για βοήθεια. Σύμφωνα με το DSM-5 (διαγνωστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών), η σωματοποίηση αποτελεί κοινό μηχανισμό στις αγχώδεις διαταραχές και η καρδιακή συχνότητα μπορεί να αυξάνεται με τρόπο που μιμείται καρδιακές αρρυθμίες, χωρίς αυτές να οφείλονται σε οργανικά αίτια (American Psychiatric Association, 2013).
Πότε έχει ένδειξη το ablation;
Υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις όπου οι ταχυκαρδίες, αν και επιδεινώνονται από το άγχος, έχουν παράλληλα μία σαφή οργανική βάση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες (SVTs), όπως η παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (PSVT), που παράγονται από ανώμαλες ηλεκτρικές οδούς της καρδιάς. Συγκεκριμένα, ορισμένες εναλλακτικές αλλά μη φυσιολογικές διαδρομές επιτρέπουν στο ηλεκτρικό σήμα της καρδιάς να κυκλοφορεί εκτός του κανονικού μονοπατιού μετάδοσης.
Κάποιοι άνθρωποι, είτε από τη γέννηση είτε με τρόπο επίκτητο στη διάρκεια της ζωής τους, παρουσιάζουν μία επιπλέον ηλεκτρική «γέφυρα» που αφήνει το ηλεκτρικό σήμα να επιστρέφει γρήγορα και κυκλικά, δημιουργώντας ένα είδος “βρόχου” που οδηγεί σε ταχυκαρδία. Σε αυτά τα περιστατικά η μέθοδος του καυτηριασμού (ablation) των εναλλακτικών διαδρομών είναι όντως μία θεραπευτική λύση με καλά τεκμηριωμένα αποτελέσματα. Η μελέτη των Orejarena και συνεργατών (1993) έδειξε ότι εν προκειμένω ο καυτηριασμός έχει επιτυχία πάνω από 90%, με δραματική μείωση των συμπτωμάτων.
είναι η ταχυκαρδία απόρροια οργανικής δυσλειτουργίας ή μία ψυχογενής εκδήλωση;
Το δίλημμα, όμως, έγκειται στην ακριβή διάγνωση: είναι η ταχυκαρδία απόρροια οργανικής δυσλειτουργίας ή πρόκειται για μία ψυχογενή εκδήλωση; Η διαγνωστική προσέγγιση οφείλει να είναι πολυεπίπεδη. Εδώ, η συνεργασία του ψυχιάτρου με τον καρδιολόγο αποκτά κρίσιμη σημασία. Πριν εξεταστεί η επιλογή ablation, πρέπει να προηγηθεί ενδελεχής αξιολόγηση του ψυχικού προφίλ του ασθενούς, ψυχοθεραπευτική υποστήριξη – όπως με τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία – και ενδεχομένως φαρμακοθεραπεία με αγχολυτικά ή αντικαταθλιπτικά τα οποία προσφέρουν αποδεδειγμένη βελτίωση τόσο στη γενική ψυχική συμπτωματολογία όσο και στις καρδιολογικές εκδηλώσεις του άγχους όπως η ταχυκαρδία (Stein et al., 2004).

Δυστυχώς, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ένας ασθενής με διαταραχή άγχους που υποβάλλεται σε ablation να συνεχίζει να παρουσιάζει σωματικά συμπτώματα μετά την παρέμβαση επειδή η βαθύτερη αιτία – δηλαδή το χρόνιο, ανεπεξέργαστο άγχος – παραμένει ανέγγιχτη. Το ιατρικό σύστημα έχει προσφέρει εδώ μία οργανική λύση σε ένα ψυχογενές πρόβλημα που μοιραία είναι αναποτελεσματική. Αναπόφευκτα ο ασθενής νιώθει απογοήτευση ή ακόμα χειρότερα μεγαλύτερη ψυχική επιβάρυνση αφού δεν βιώνει την ανακούφιση που προσδοκούσε.
Από την άλλη, το ablation δεν πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων σε ασθενείς με διαταραχές άγχους που παρουσιάζουν συχνές ταχυκαρδίες, αλλά χρειάζεται να εφαρμόζεται όταν έχει αποκλειστεί η ψυχογενής αιτιολογία ως κυρίαρχη και μόνο εφόσον έχει επιβεβαιωθεί αδιαμφισβήτητα η παρουσία οργανικά επιμένουσας αρρυθμίας. Η επιτυχής αντιμετώπιση τέτοιων σύνθετων περιπτώσεων προϋποθέτει την ολιστική θεώρηση της ανθρώπινης κατάστασης, όπου ψυχή και σώμα δεν είναι αντίπαλοι, αλλά συνομιλητές.
Βιβλιογραφία
American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
Kellner M. (2010). Drug treatment of obsessive-compulsive disorder. Dialogues in clinical neuroscience, 12(2), 187–197.
Orejarena, L. A., Vidaillet, H., Jr, DeStefano, F., Nordstrom, D. L., Vierkant, R. A., Smith, P. N., & Hayes, J. J. (1998). Paroxysmal supraventricular tachycardia in the general population. Journal of the American College of Cardiology, 31(1), 150–157.