Η εγκυμοσύνη είναι περίοδος σημαντικών συναισθηματικών αλλαγών. Παρά την ευτυχία που τη συνοδεύει, σε αυτή η φάση της ζωής συχνά εκδηλώνεται αυξημένο άγχος και ανησυχία. Το προγεννητικό άγχος, δηλαδή το άγχος που βιώνει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της κύησης, έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη σωματική και ψυχική υγεία τόσο της εγκύου όσο και του εμβρύου.
Μια πολύ πρόσφατη μελέτη από την Ιαπωνία, που δημοσιεύθηκε στο PLOS ONE, διερεύνησε τη σχέση μεταξύ του προγεννητικού άγχους και της πιθανότητας εμφάνισης επιληψίας στα παιδιά (Arai et al., 2024). Οι ερευνητές αξιοποίησαν δεδομένα από την Ιαπωνική Μελέτη Περιβάλλοντος και Παιδιών (Japan Environment and Children’s Study – JECS), μία από τις μεγαλύτερες εθνικές μελέτες γεννήσεων στον κόσμο, για να αναλύσουν την επίδραση του άγχους στη νευρολογική ανάπτυξη του παιδιού. Τα ευρήματά τους κατέδειξαν ότι οι έγκυες που παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ψυχικής δυσφορίας έχουν αυξημένες πιθανότητες να αποκτήσουν παιδιά με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως η επιληψία.
Αυτή η μελέτη προστίθεται σε ένα αυξανόμενο σώμα επιστημονικής βιβλιογραφίας που τεκμηριώνει τις επιπτώσεις του άγχους στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Προγενέστερες έρευνες έχουν δείξει ότι το άγχος μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της κύησης, αυξάνοντας τον κίνδυνο για πρόωρο τοκετό, χαμηλό βάρος γέννησης, καθώς και διαταραχές στη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού (Field, 2017; Van den Bergh et al., 2017). Επιπλέον, έχουν εντοπιστεί μηχανισμοί μέσω των οποίων το άγχος της μητέρας επηρεάζει το έμβρυο, με τη μετάδοση του στρες να πραγματοποιείται μέσω του πλακούντα και με την ενεργοποίηση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (Davis & Sandman, 2010).
Παρά τη σαφή επιστημονική κατανόηση, το προγεννητικό άγχος υποεκτιμάται στην κοινωνία μας και δεν λαμβάνει την προσοχή που του αρμόζει. Οφείλεται σε μια πληθώρα παραγόντων, όπως:
Κοινωνικοοικονομικοί συνθήκες: Η έλλειψη οικονομικής ή συναισθηματικής υποστήριξης, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της εργασίας και της καθημερινότητας, εντείνει την ψυχική πίεση.
Ορμονικές αλλαγές: Οι ταχείες αλλαγές στα επίπεδα ορμονών όπως η προγεστερόνη και τα οιστρογόνα επηρεάζουν τη διάθεση και προκαλούν αυξημένη ευαισθησία στο στρες.
Ψυχικές προκλήσεις: Η ανησυχία για την πορεία της εγκυμοσύνης, την υγεία του εμβρύου, καθώς και οι φόβοι για τον τοκετό και τη μητρότητα είναι συχνές αιτίες άγχους, ιδίως σε γυναίκες με προϋπάρχουσες διαταραχές του άγχους που δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς πριν την εγκυμοσύνη.
Επιπτώσεις του άγχους στη μητέρα και το έμβρυο
Η αυξημένη κορτιζόλη, η οποία εκκρίνεται κατά τη διάρκεια του στρες, έχει συνδεθεί με μια σειρά από προβλήματα υγείας:
- Υπερτασικές διαταραχές και διαβήτης κύησης: Οι αποκρίσεις του οργανισμού στο χρόνιο στρες προκαλούν ανισορροπίες στο καρδιομεταβολικό σύστημα.
- Κατάθλιψη και κόπωση: Το άγχος συνδέεται με τη μείωση της ενέργειας και την εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης, που επιβαρύνουν περαιτέρω την ψυχολογική κατάσταση της εγκύου. Η κατάθλιψη και η Διαραταχή Γενικευμένου Άγχους συνοδεύουν συχνά το προγεννητικό άγχος, και επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής τόσο στη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και μετά τον τοκετό.
Επιπτώσεις του άγχους στο έμβρυο
Το προγεννητικό άγχος έχει συνδεθεί με πληθώρα επιπτώσεων στην ανάπτυξη του εμβρύου:
- Προγεννητική ανάπτυξη: Υψηλά επίπεδα άγχους μπορούν να μειώσουν τη ροή του αίματος στον πλακούντα και οδηγούν σε χαμηλό βάρος γέννησης ή ακόμα και πρόωρο τοκετό.
- Νευροαναπτυξιακές διαταραχές: Έρευνες υποδεικνύουν ότι τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες, επηρεάζουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου και αυξάνουν τον κίνδυνο για διαταραχές όπως η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας), ο αυτισμός και η επιληψία.
- Συναισθηματική ανάπτυξη: Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά μητέρων με υψηλά επίπεδα προγεννητικού άγχους έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχές άγχους, φοβίες και καταθλιπτικά συμπτώματα κατά την παιδική ηλικία και αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Ο μηχανισμός της επίδρασης του άγχους στο έμβρυο
Το άγχος οδηγεί στην ενεργοποίηση του άξονα Υποθαλάμου-Υπόφυσης-Επινεφριδίων (HPA) της μητέρας, με αποτέλεσμα την αυξημένη παραγωγή κορτιζόλης, της κύριας ορμόνης του στρες. Η κορτιζόλη διαπερνάει τον πλακούντα και εισέρχεται στην κυκλοφορία του εμβρύου, ιδίως όταν τα επίπεδά της είναι παρατεταμένα υψηλά. Η κορτιζόλη επηρεάζει τη διαμόρφωση του εγκεφάλου στο έμβρυο, ιδιαίτερα τις περιοχές που σχετίζονται με το στρες, όπως ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή και ο προμετωπιαίος φλοιός. Αυτές οι περιοχές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση των συναισθημάτων και της γνωστικής λειτουργίας. Επίσης, τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης επηρεάζουν την ανάπτυξη των νευρικών κυττάρων, μειώνοντας τον αριθμό τους ή διαταράσσοντας τη μετανάστευσή τους στις κατάλληλες περιοχές του εγκεφάλου.
Το άγχος επηρεάζει και τη λειτουργία του ίδιου του πλακούντα, που αποτελεί τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της μητέρας και του εμβρύου, μειώνοντας την ικανότητά του να προστατεύει το έμβρυο από την έκθεση σε επιβλαβείς παράγοντες. Έχει βρεθεί ότι κάτω από την επίδραση του άγχους μειώνεται η αποτελεσματικότητα του ενζύμου 11β-HSD2, που μεταβολίζει την κορτιζόλη στην ανενεργό μορφή της (κορτιζόνη) και φυσιολογικά περιορίζει την έκθεση του εμβρύου στο στρες της μητέρας. Ακόμη, μειώνεται η ροή του αίματος στον πλακούντα, και επηρεάζεται η παροχή οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του εμβρύου.
Τέλος, γνωρίζουμε ότι το άγχος οδηγεί σε επιγενετικές αλλαγές στο DNA του εμβρύου, δηλαδή τροποποιήσεις που επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων χωρίς να αλλάζουν την αλληλουχία τους. Για παράδειγμα, υπάρχει επίδραση στη μεθυλίωση του DNA, μία διαδικασία που τροποποιεί τα γονίδια που εν προκειμένω σχετίζονται με τη ρύθμιση του στρες, με αποτέλεσμα την αυξημένη ευαισθησία στις καταστάσεις άγχους που θα αντιμετωπίσει το παιδί αργότερα στη ζωή. Επιπλέον, το άγχος μπορεί να επηρεάσει τις ιστονικές πρωτεΐνες, οι οποίες σωρεύουν το DNA, επιδρώντας στη διαθεσιμότητα γονιδίων που είναι κρίσιμα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και άλλων οργάνων.
Συμπερασματικά, το άγχος κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου εμφάνισης επιληψίας. Η αναγνώριση και η αντιμετώπιση όλων αυτών των παραγόντων είναι κρίσιμη για την προαγωγή της υγείας της μητέρας και του παιδιού. Ενθαρρύνουμε τις έγκυες γυναίκες να μοιράζονται τις ανησυχίες τους και να λαμβάνουν κατάλληλη υποστήριξη και καθοδήγηση. Για παράδειγμα, στο ιατρείο μας υποστηρίζουμε τις εγκύους με τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία και, όταν είναι απαραίτητο, με εξατομικευμένη φαρμακευτική παρέμβαση, που επιλέγεται κατάλληλα ώστε να είναι ασφαλής στην εγκυμοσύνη.
Βιβλιογραφία
Arai, Y., Okanishi, T., Masumoto, T., Noma, H., & Maegaki, Y. (2024). The impact of maternal prenatal psychological distress on the development of epilepsy in offspring: The Japan Environment and Children’s Study. PLOS ONE, 19(11), e0311666. doi.org/10.1371/journal.pone.0311666
Davis, E. P., & Sandman, C. A. (2010). The timing of prenatal exposure to maternal cortisol and psychosocial stress is associated with human infant cognitive development. Child Development, 81(1), 131–148. doi.org/10.1111/j.1467-8624.2009.01385.x
Field, T. (2017). Prenatal depression effects on early development: A review. Infant Behavior and Development, 49, 120–128. doi.org/10.1016/j.infbeh.2017.08.008
Van den Bergh, B. R., et al. (2017). The programming of the fetal brain by maternal stress during pregnancy. Frontiers in Behavioral Neuroscience, 11, 150. doi.org/10.3389/fnbeh.2017.00150